Δίχασε από την πρώτη στιγμή που άνοιξε τις πύλες της. Ο λόγος για την έκθεση των τεσσάρων καλλιτεχνών που διεκδικούν το φετινό βραβείο Τέρνερ, το οποίο έχει χαρακτηριστεί και ως το Οσκαρ των εικαστικών και συνοδεύεται από έπαθλο ύψους 25.000 στερλινών.
Οσοι παρακολουθούν την 34χρονη πορεία του θεσμού ίσως να μην εκπλαγούν καθώς οι εντάσεις θεωρούνται σχεδόν δεδομένες και κανόνας οι αποκλίνουσες απόψεις κυρίως μεταξύ κοινού και επιτροπής. Η φετινή χρονιά, ωστόσο, δεν μοιάζει με καμία άλλη για τρεις λόγους. Πρώτον, διότι τίποτα δεν είναι σταθερό στον εκθεσιακό χώρο. Παντού εικόνες που κινούνται καθώς και οι τέσσερις υποψήφιοι παρουσιάζουν έργα βίντεο που μπορεί να έχουν γυριστεί ακόμη και με κάμερα κινητού χωρίς να εκπροσωπείται οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης.
Δεύτερον, διότι τα βίντεο δεν αποτελούν μέρος μιας εγκατάστασης, αλλά παρουσιάζονται ως απλές προβολές, σαν να παρακολουθεί κάποιος ένα ντοκιμαντέρ, μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Και τρίτον, διότι συνθέτουν την πιο πολιτική – και σύμφωνα με ορισμένους, την καλύτερη ώς τώρα – στιγμή του θεσμού, καθώς τα έργα αποτελούν σκοτεινούς καθρέφτες της εποχής μας που αντανακλούν την αστυνομική βία, το πρόβλημα της μετανάστευσης, την αντιμετώπιση των διεμφυλικών. Οσον αφορά δε το ελληνικό κοινό, η φετινή διοργάνωση εμπεριέχει ακόμη μία ενδιαφέρουσα πτυχή: το γεγονός ότι οι μισές συμμετοχές συνδέονται με την εγχώρια πραγματικότητα.
Ελληνκή διάσταση
Τι βλέπουν λοιπόν οι επισκέπτες στις τεσσερισήμισι ώρες που απαιτούνται για να εντρυφήσουν στα έργα των υποψηφίων; Μία εβδομάδα από τη ζωή ενός άνδρα που έχει παγιδευτεί σε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο για περισσότερο από μία δεκαετία στο φιλμ «Tripoli cancelled». Ξυρίζεται, τρώει φαγητό σε κονσέρβα, τηλεφωνεί σε έναν αριθμό που δεν απαντά… Κι αν μοιάζει εκ πρώτης όψεως με έναν σύγχρονο πρόσφυγα, η μία από τις δύο ιστορίες που παρουσιάζει ο 49χρονος Ναέεμ Μοχάιεμεν (γεννημένος στο Λονδίνο, με γονείς από τη Βεγγάλη, τον οποίο γνωρίσαμε στην Aθήνα στην documenta 14) έχει τις ρίζες της στην περιπέτεια του πατέρα του στο αεροδρόμιο του Ελληνικού το 1977, όταν έχασε το διαβατήριό του και έμεινε μετέωρος ανάμεσα στην πατρίδα του και την Ελλάδα για αρκετές ημέρες. Οσο για τον ηθοποιό που τον υποδύεται, δεν είναι άλλος από τον ελληνοϊρανικής καταγωγής Βασίλη Κουκαλάνι που έχουμε δει στην «Πλατεία Αμερικής» του Γιάννη Σακαρίδη αλλά και στο θέατρο σε παραστάσεις των Λευτέρη Βογιατζή, Γιάννη Χουβαρδά και Κατερίνας Ευαγγελάτου μεταξύ άλλων.
Ο μικρότερος ηλικιακά υποψήφιος, ο 30χρονος Νεοζηλανδός Λουκ Γουίλις Τόμσον, εστιάζει με το «Autoportrait» στην αστυνομική βία και τις φυλετικές διακρίσεις όταν αποφασίζει να δημιουργήσει το πορτρέτο της σχεδόν ακίνητης Ντάιαμοντ Ρέινολντς, η οποία έγινε γνωστή παγκοσμίως όταν μετέδωσε ζωντανά μέσω Facebook τη δολοφονία του συντρόφου της από έναν αστυνομικό κατά τη διάρκεια μιας έρευνας ρουτίνας στη Μινεσότα το 2016. Και μαζί παρουσιάζει τα πορτρέτα των εγγονών δύο μαύρων Βρετανίδων που σκοτώθηκαν από αστυνομικούς.
Τη σκυτάλη παίρνει η κάμερα ενός έξυπνου τηλεφώνου, με το οποίο η 44χρονη Σαρλότ Πρόντζερ από τη Γλασκώβη – η οποία θα εκπροσωπήσει τη Σκωτία στην επόμενη Μπιενάλε της Βενετίας – δημιουργεί ένα πολύ προσωπικό ημερολόγιο από τις συναντήσεις της με ανθρώπους των οποίων δεν μπορεί να προσδιορίσει το φύλο ή τη σχέση που έχουν μαζί της – στο φιλμ «Bridgit».
Η… υπόθεση Φύσσα
Η τετράδα ολοκληρώνεται με την πολυσυζητημένη ομάδα της Αρχιτεκτονικής της Εγκληματολογίας, η οποία στο φιλμ «The long duration of a split second» χρησιμοποιεί αρχιτεκτονικά τεκμήρια για να αποδείξει εγκλήματα πολέμου ή παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με Ελληνες στους κόλπους της και συμμετοχή στην documenta 14, έχει ασχοληθεί με την υπόθεση Φύσσα και παρουσιάζει τα αποτελέσματα της έρευνάς της σχετικά με την κατεδάφιση ενός χωριού Βεδουίνων από την αστυνομία του Ισραήλ, στην οποία υπήρξαν νεκροί.