«Σεβαστέ μου μπαμπά,

Εφθασα εδώ προχθές στις 3 μ.μ. Δεν είναι και πολύ χειρότερα από ό,τι επερίμενα. Τα τρόφιμα αρκετά φθηνά. Φενοδοχεία ύπνου μπόλικα, αλλά κανένα της προκοπής. Δωμάτιο σε οικογένεια δε φαίνεται εύκολο να βρεθή.

Ανέλαβον χθες υπηρεσία, δηλαδή ανέλαβα καθησιό με το μεροκάματο. Ως τώρα δε μούφεραν κανένα έγγραφο να ενεργήσω. Ελπίζω μέχρι τέλους ν’ αποσοβηθή αυτό το κακό.

Ο Νομάρχης λείπει. Νομαρχεύει ένας εισηγητής. Οι υπάλληλοι όλοι αξιοθρήνητοι τύποι. Καταρρακωμένοι. Φαντάζομαι ότι αν ξαναγυρίσω εδώ μετά δέκα χρόνια, θα τους εύρω ντυμένους με φύλλα συκής.

Ε γένει μεγάλη νηνεμία επικρατεί. Σκέπτομαι να εγκατασταθώ μονίμως σ’ ένα καφενείο. Πρόκειται να γίνω δέντρο.

Η Λέλα πιστεύω να είναι καλά τώρα. Η Νίτσα έχει ακόμη γραμμές [δέκατα]; Σας προσκυνώ, καθώς και τη μαμά.

Σας φιλώ όλους

Κωστάκης»

(Επιστολή του Κώστα Καρυωτάκη στον πατέρα του από την Πρέβεζα στην Αθήνα. Στο «Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά», επιμέλεια Δημήτρης Δημηρούλης, Gutenberg, σελ. 758)