Πολλά γράφτηκαν στον απόηχο του δημοψηφίσματος, άλλα καλόπιστα και άλλα από αυτούς που θα ήθελαν, για πολλούς και ετερόκλητους λόγους, να ανακοπεί η δυναμική της συμφωνίας των Πρεσπών. Σημαντικό τμήμα της κριτικής έχει νομική ή/και συνταγματική επένδυση. Φυσικά, δεν έχω καμία πρόθεση να επιχειρήσω συνταγματική ανάλυση του θεμελιώδους χάρτη άλλης Πολιτείας. Ολοι, πολύ περισσότερο η ελληνική κυβέρνηση, οφείλουμε απόλυτο σεβασμό στις εσωτερικές πολιτικές διαδικασίες της γειτονικής Δημοκρατίας και γι’ αυτό παρακολουθούμε στενά μεν, αλλά με την πρέπουσα απόσταση τις εξελίξεις.
Δεν χρειάζεται όμως τίποτα παραπάνω από μια απλή ανάγνωση των όσων προβλέπονται στην παρ. 4 περ. γ και στην παρ. 11 του άρθρου 1 της συμφωνίας για να διαπιστώσει κανείς ότι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος αναγόταν απολύτως στην κυριαρχική ευχέρεια της γειτονικής χώρας. Οι δεσμευτικές για αυτήν διαδικαστικές υποχρεώσεις είναι κοινοβουλευτικές: η κύρωση της συμφωνίας και η συνταγματική αναθεώρηση. Δική τους αποκλειστικά απόφαση ήταν η επιλογή για δημοψήφισμα. Είναι δε αλήθεια ότι το άρθρο 73 του Συντάγματος της ΠΓΔΜ προβλέπει ότι το δημοψήφισμα είναι δεσμευτικό εφόσον συμμετέχουν σε αυτό περισσότεροι από τους μισούς εγγεγραμμένους στους καταλόγους, εξαρχής όμως η εκεί κυβέρνηση είχε ανακοινώσει ότι θεωρούσε το αποτέλεσμά του συμβουλευτικό.
Πέραν όμως των παραπάνω, που μόνο τους νομικούς ενδιαφέρουν, είναι αλήθεια ότι η μεγάλη υπεροχή του «Ναι» δεν συνδυάστηκε με την αντίστοιχη συμμετοχή των εκλογέων, αφού ψήφισε μόνο το 36,91%. Προσοχή όμως: Το 91,46% που ψήφισε υπέρ αντιστοιχεί περίπου στο 34% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Το ποσοστό αυτό φαίνεται μικρό, είναι όμως απολύτως συγκρίσιμο με το αντίστοιχο ποσοστό επί των εγγεγραμμένων που ψήφισε υπέρ του Brexit και που ήταν 37% (λόγω μεγάλης μεν συμμετοχής – 72,21% – αλλά οριακής πλειοψηφίας – 51,89%).
Ενας άλλος τρόπος να εκτιμήσουμε την εθνική επιρροή του «Ναι» στην πραγματική του διάσταση είναι ο εξής: αν στις κάλπες πήγαιναν να ψηφίσουν όσοι ψηφοφόροι λείπουν για να συγκεντρωθεί το 50% συν ένας επί των εγγεγραμμένων, ακόμη και κανένας από αυτούς να μην ψήφιζε υπέρ του Ναι, αυτό θα είχε συγκεντρώσει το 68% των ψηφισάντων. Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται απονομιμοποίηση της όλης διαδικασίας.
Η δυναμική της συμφωνίας είναι, συνεπώς, πάντα ενεργή. Η απέναντι πλευρά θα προχωρήσει, με τον τρόπο που θα κρίνει σκόπιμο, τη συνταγματική αναθεώρηση και όταν έρθει η ώρα εμείς θα προχωρήσουμε στην κοινοβουλευτική κύρωση της συμφωνίας. (Ενώ, θυμίζω, η ομοίου περιεχομένου ενδιάμεση συμφωνία δεν συζητήθηκε ούτε ψηφίστηκε ποτέ στην ελληνική Βουλή.)
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις και στις δύο πλευρές των συνόρων δεν πρέπει με πειθώ να αντιμετωπίσουν τον σκεπτικισμό μεγάλου τμήματος της κοινής γνώμης, που έχει τραφεί από τις καθημερινές πλαστές ειδήσεις και τον θόρυβο από τις ακραίες εθνικιστικές μειοψηφίες περί εκατέρωθεν προδοτών. Στην Ελλάδα, επιπλέον, η τραυματισμένη εθνική υπερηφάνεια ύστερα από οκτώ χρόνια μνημονίων ευνοεί συναισθηματικές αντιδράσεις, ενώ πολύ σοβαρή ευθύνη έχει για τη μη ορθή ενημέρωση του λαού και η καιροσκοπική και ανεύθυνη εγκατάλειψη της εθνικής θέσης από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Τα επόμενα βήματα απαιτούν, συνεπώς, νηφαλιότητα από όλους, ώστε να διαφυλαχθεί η δυναμική μιας αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών