Έντυπη Έκδοση - Γνώμες
ΕΝΦΙΑ, ΕΦΚΑ, ΟΑΕΕ, «δικαιούστε το επίδομα;», «δικαιούστε τη ρύθμιση;», «δικαιούστε δώδεκα, είκοσι τέσσερις ή τριάντα έξι δόσεις;», «χάσατε τη ρύθμιση…», «χρειαζόμαστε συμπληρωματικά έγγραφα για το επίδομα!», «ποιον είχατε εργοδότη το δεύτερο εξάμηνο του 2011;», «σε ποιον κάνατε μεταφορά μέσω τραπέζης στις 28 Μαρτίου του 2013, στις εννέα και είκοσι οκτώ το πρωί; Πώς; Δεν θυμάστε; Τα σημειώνουμε, κυρία μου, αυτά!»…
Η φίλη μου μού τηλεφώνησε σκασμένη.
«Βαρέθηκα! Μπούχτισα! Δεν αντέχω άλλο να ασχολούμαι με τα λεφτά! Δεν είναι ότι έχω το κράτος συνέταιρο – ή μάλλον κεχαγιά στην τσέπη μου -, πως η κάθε μου συναλλαγή πρέπει να δηλώνεται και η κάθε μου ανάγκη να αποδεικνύεται στο ακέραιο προκειμένου να εξυπηρετείται. Δεν είναι ότι όποιος αμείβεται σχετικά καλά θεωρείται πλέον προνομιούχος, ύποπτος για υπεξαίρεση του λαϊκού πλούτου, στυγνός καπιταλιστής. Δεν είναι ότι η φορολογία στην Ελλάδα δεν έχει ανταποδοτικότητα, πως άλλο πράγμα να σου παίρνουν το μισό εισόδημα στη Δυτική και τη Βόρεια Ευρώπη και να σου εξασφαλίζουν εκπαίδευση και περίθαλψη υψηλού επιπέδου και άλλο να σου τύχει να νοσηλευτείς εδώ και να αναγκάζεσαι να τρέχεις στο πλησιέστερο φαρμακείο για να αγοράσεις γάζες… Είναι ότι ο έλληνας πολίτης τείνει να καταντήσει επαγγελματίας ασφαλισμένος και φορολογούμενος!
Υπολόγισε πόσο χρόνο ξοδεύουμε συνωθούμενοι στις δημόσιες υπηρεσίες για να τακτοποιήσουμε κάποια υπόθεσή μας. Με πόσους υπαλλήλους συνδιαλεγόμαστε, τι διαδρομές κάνουμε από γραφείο σε γραφείο μπας και πιάσουμε την άκρη του νήματος. Αναλογίσου τις σισύφειες προσπάθειές μας να επωφεληθούμε από την ψηφιακή τεχνολογία – “έπεσε πάλι το σύστημα… ελάτε αύριο το πρωί….”, σου χαμογελάει απολογητικά η κοπέλα στο υπουργείο – τι φταίει κι εκείνη;
Συνειδητοποίησε ότι ο φοροτεχνικός τείνει να γίνει επάγγελμα πρώτης ανάγκης – παλιά είχαμε τον οικογενειακό γιατρό, τώρα τον οικογενειακό μας λογιστή, που του ανάβουμε κεράκι, να τον έχει ο Θεός καλά, να ξεμπερδεύει τα μαλλιοκούβαρα…
Μέτρησε τη χαμένη ενέργεια, τις ξοδεμένες εργατοώρες!
Αναρωτιέμαι ειλικρινά εάν τα ποσά που τελικά καταβάλλονται στο Δημόσιο καλύπτουν κάτι παραπάνω από το κόστος λειτουργίας των εισπρακτικών μηχανισμών του. Υπερβολές, θα μου πεις. Σκέψου ωστόσο πόσα “παρά-” ανθούν και λουλουδίζουν στην πατρίδα μας για να υποκαθιστούν την ανεπαρκή λειτουργία του κράτους.
Παραπαιδεία, φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα χωρίς τα οποία ο μαθητής Λυκείου θα πάει ξυπόλητος στα αγκάθια των Πανελλαδικών.
Παραϋγεία, διαγνωστικά κέντρα για να έχεις τις ιατρικές σου εξετάσεις το επόμενο πρωί και όχι σε μια εβδομάδα όπως στα δημόσια νοσηλευτήρια.
Παραοικονομία κυρίως. “Θέλετε απόδειξη;” σε ρωτάει πονηρά ο μάστορας – αλλά και ο δικηγόρος – και σου προτείνει δύο εναλλακτικές τιμές για τις υπηρεσίες του, “μετά” και “άνευ”…
Οι Ελληνες δεν διακρίνονται πλέον σε κοινωνικές τάξεις – χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: σε εκείνους που μπορούν να αποκρύπτουν εισόδημα, να πληρώνονται μαύρα, να ευημερούν – έστω να επιβιώνουν – κάτω από τα ραντάρ της Εφορίας και της τράπεζας. Και στους άλλους, που και το τελευταίο ευρώ που προσπορίζονται δηλώνεται και φορολογείται. Η δεύτερη κατηγορία πληρώνει, γογγύζοντας, τα σπασμένα της πρώτης…
… Πίστεψέ το άμα μπορείς. Δεν με ενοχλεί τόσο που με στύβουν οικονομικά. Οσο που με έχουν αναγκάσει να κινούμαι μέσα σε έναν λαβύρινθο από νόμους, εγκυκλίους, αποφάσεις, εξαιρέσεις, να ψάχνω εναγωνίως τα παράθυρα – σε κάθε τους κανόνα υπάρχουν παράθυρα – για να πάρω μιαν ανάσα…
… Ξέσπασα χθες στον έφορο. “Για να ‘χετε μερίδιο απ’ τα λεφτά μου”, του είπα, “πρέπει να βγάζω λεφτά. Πώς θα συμβεί κάτι τέτοιο εάν μου ρουφάτε όλη μου την ικμάδα, και την ύστατη ρανίδα δημιουργικότητας; Καταλαβαίνετε ότι ενώ προσπαθώ να εργασθώ παραγωγικά, αισθάνομαι πίσω από την πλάτη μου μια αόρατη παρουσία – τη δική σας – να παρακολουθεί ό,τι κάνω και να προϋπολογίζει πόσα από τα μελλοντικά μου έσοδα αντιστοιχούν στο κράτος;”…».
«Και τι σου απάντησε;».
«Πως δεν τον αφορά η ψυχική μου κατάσταση. Οτι το Δημόσιο έχει ανάγκες. Τότε έβαλα τα κλάματα… Σαράντα χρονών γυναίκα, πλάνταζα μπροστά σε έναν άγνωστο, ο οποίος κοιτούσε το ρολόι του ενοχλημένος! Θα βγάλω τον καρκίνο, σοβαρά σου μιλάω!».
«Ο καρκίνος», της είπα, «αναπτύσσεται από πρωτόγονα κύτταρα, τα οποία πολλαπλασιάζονται άναρχα σχηματίζοντας όγκους, παρεμποδίζοντας τις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού. Ο καρκίνος παρασιτεί. Τραβάει το αίμα, στραγγίζει τη ζωτικότητα, πνίγει κυριολεκτικά τον ασθενή. Ενα πράγμα δεν ξέρει ο καρκίνος. Οτι αν σκοτώσει εκείνον που τον κουβαλάει, θα πεθάνει και ο ίδιος. Μην αφήνοντας πίσω του παρά μια φρικτή ανάμνηση».