Ποια εικόνα αποδίδει καλύτερα τη σημερινή πολιτική συγκυρία μετά το τέλος του τρίτου μνημονιακού προγράμματος; Ο Αλέξης Τσίπρας πρόβαλε από την Ιθάκη την εικόνα της Επιστροφής. Λίγους όμως έπεισε ότι ο Οδυσσέας – Ελλάδα βρήκε επιτέλους τον δρόμο του. Αντί της «κανονικότητας» ζούμε σε εκκρεμότητα, με μια ανησυχητική επανάληψη πολλών παθογενειών που οδήγησαν στη χρεοκοπία. Αλλη εικόνα που χρησιμοποιείται είναι η Διάβαση. Σαν να περνάμε ένα ποτάμι με την ελπίδα ότι φτάνουμε επιτέλους στην άλλη όχθη. Εικόνα επίσης παραπλανητική, γιατί η κρίση δεν είναι ποτάμι, αλλά πέλαγος στο οποίο πρέπει να είσαι ικανός να ταξιδεύεις με καλούς και με κακούς καιρούς. Με «νευρικές» διεθνείς αγορές, με γεωπολιτικές «εντάσεις» ή και τα δύο μαζί.
Ολα δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν έχει αποκτήσει ακόμα αυτή την ικανότητα. Το αντίθετο. Η εικόνα που αποδίδει ίσως την επισφάλεια της περιόδου είναι ο Σίσυφος. Μια νέα υποτροπή της κρίσης δηλαδή, με υπαίτιο για άλλη μια φορά την πολιτική. Με μια ιδιαιτερότητα όμως. Πρωταγωνιστής της μικροπολιτικής και της αστάθειας δεν είναι οι αντιπολιτεύσεις, όπως συνήθως συνέβαινε, αλλά η ίδια η κυβέρνηση. Ο Τσίπρας διαχέει την αυταπάτη της «καθαρής εξόδου» και του «τέλους των Μνημονίων», παράλληλα με την επιλογή της ακραίας πόλωσης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά απαντούν με πόλωση, αλλά επί της ουσίας δεν πλειοδοτούν σε δημαγωγικά αιτήματα, ενώ δικαίως προειδοποιούν ότι η κρίση δεν έχει παρέλθει. Η κυβέρνηση έχει ανοίξει λοιπόν τον προεκλογικό κύκλο με άγνωστη διάρκεια. Με βέβαιες όμως δύο τουλάχιστον αρνητικές επιπτώσεις. Η πρώτη είναι ότι ως συνήθως στην προεκλογική περίοδο η κυβέρνηση αποφεύγει να επιλύσει άμεσα και πιεστικά προβλήματα λόγω του πολιτικού κόστους. Οι εκκρεμότητες των τραπεζών, της ΔΕΗ, της εποπτείας της κεφαλαιαγοράς αποτελούν τέτοια παραδείγματα που σκάνε ξαφνικά, όπως συνέβη αυτή την εβδομάδα. Η συσσωρευόμενη αναβολή λήψης τέτοιων αποφάσεων μπορεί να πάρει τον χαρακτήρα «χιονοστιβάδας», όπως λέγεται στη γλώσσα των ειδικών, καθώς το ένα πρόβλημα επιδεινώνει το διπλανό. Ενα πιθανό αποτέλεσμα είναι να αυτοπαγιδευτεί η κυβέρνηση και να επισπεύσει τις εκλογές, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Το περισσότερο είναι ότι παρατείνει την καθήλωση της οικονομίας και της χώρας. Δυστυχώς η παρούσα κυβέρνηση δεν φαίνεται να πολυνοιάζεται, αντιθέτως συμπεριφέρεται με κακιασμένη επιθετικότητα σκοπεύοντας εμφανώς να παραδώσει «καμένη γη» στον επόμενο, εντός βεβαίως των ορίων που της επιτρέπει η τρόικα. Επιθετικότητα αδικαιολόγητη, γιατί ήταν η μόνη μνημονιακή κυβέρνηση που δεν ενοχλήθηκε από τις αντιπολιτεύσεις. Μόνη της τα ξέκανε, μόνη της τα έκανε, μόνη της τα ξεκάνει πάλι. Η δεύτερη αρνητική επίπτωση είναι η πλήρης συσκότιση των ουσιαστικών προβλημάτων της εθνικής ανασυγκρότησης από έναν μονόχορδο δημόσιο λόγο περί συντάξεων και άλλων προεκλογικών παροχών ή ρουσφετιών. Οι αντιπολιτεύσεις φάνηκαν να ακολουθούν την ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να μπορέσουν να διευρύνουν τη συζήτηση π.χ. για ένα βιώσιμο Ασφαλιστικό, παρότι είχαν καταθέσει ενδιαφέρουσες προτάσεις. Συχνά μάλιστα φαίνεται να τρομάζουν μήπως η παροχολογία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανατρέψει τους δημοσκοπικούς συσχετισμούς.
Τίποτε από αυτά δεν είναι καινούργιο, όλα έχουν ξανασυμβεί. Τώρα όμως υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια: η χώρα βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση χρεοκοπίας, εκτός διεθνών αγορών και υπό «ενισχυμένη επιτήρηση». Ετσι, η επισφάλεια της χώρας δεν τροφοδοτείται μόνο από την προεκλογική ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται, ούτε καν από τις προφανείς κυβερνητικές ανεπάρκειες. Οι αιτίες είναι δομικότερες. Αφορούν τη μορφή που τείνει να λάβει η παραγωγική βάση του ιδιωτικού τομέα. Περιορισμένος αριθμός δυναμικών επιχειρήσεων, λίγων μεγάλων και δίπλα τους μερικές υγιείς μικρές, πέλαγος μικρομεσαίων επιχειρήσεων πελαγωμένων από τη χρηματοπιστωτική ασφυξία λόγω προβληματικών τραπεζών, μονομερής στήριξη στον τουρισμό, επισφαλής εργασία με χαμηλή αμοιβή, απουσία επενδύσεων, τεράστια ανεργία. Αν σε αυτά προσθέσουμε τον δημόσιο τομέα με τα γνωστά του προβλήματα, γίνεται φανερός ο κίνδυνος μιας μακροχρόνιας στασιμότητας ή υποτροπής. Και πώς αλλιώς μπορούσε να είναι; Από τη μια η κρίση παρατάθηκε όσο πουθενά αλλού και από την άλλη η πολιτική λιτότητας που επέβαλαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η μακροβιότερη κυβέρνηση των Μνημονίων, ήταν ιδιαίτερα πνιγηρή με την υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων, των μικρομεσαίων και μεσαίων εισοδημάτων, τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα, την κατακράτηση των οφειλών του κράτους προς τους ιδιώτες, τη δραστική περικοπή των νέων συντάξεων. Και πάνω από όλα το μπλοκάρισμα των επενδυτικών σχεδίων και την καταδίωξη των επενδυτών, γεγονός που ναρκοθετούσε την εμπιστοσύνη προς τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Οι κρίσεις του καπιταλισμού, έλεγε ο Σουμπέτερ, προκαλούν «δημιουργική καταστροφή», μέσω της οποίας ανανεώνονται και αναβαθμίζονται οι παραγωγικές δυνάμεις. Στην περίπτωση της ελληνικής χρεοκοπίας υπήρξε πολλή καταστροφή και ελάχιστη δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο. Η Ελλάδα πορεύτηκε στην έρημο της χρεοκοπίας υπό τον αστερισμό του συντηρητισμού. Αρχικά του αντιμνημονιακού συντηρητισμού, μιας μαχητικής και απονενοημένης διεκδίκησης του status quo και των κεκτημένων της προηγούμενης ευημερίας, η οποία την ίδια στιγμή καταγγελλόταν σαν επίπλαστη. Αργότερα του κυβερνητικού συντηρητισμού των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που μετά την πρώτη τυχοδιωκτική περίοδο κατέληξε να έχει ως μόνο πρόγραμμα το τρίτο Μνημόνιο και τις προεκτάσεις του. Υπέρογκα κρατικά έσοδα, επιλεκτικά «δοσίματα» της εξουσίας αντί μεταρρυθμίσεων των θεσμών και της κοινωνικής πολιτικής, υιοθέτηση των πιο παλαιοκομματικών πρακτικών της εξουσίας. Το Μνημόνιο τους το υπαγόρευσαν οι δανειστές, θα πείτε. Ναι, αλλά παίρνοντας για μέτρο και όριο τις συριζαίικες αντιλήψεις. Εχθρότητα στην αρχή, ανοχή αργότερα προς την επιχειρηματικότητα και τις ιδιωτικές επενδύσεις, με προτίμηση πάντως προς τον «καπιταλισμό των κολλητών». Ταύτιση της αριστεροσύνης με την αναδιανομή από τη «μεσαία τάξη» στα λαϊκά στρώματα, όπου κατέληξε να έχει στόχο τους «πλούσιους» των 1.500 ευρώ.
Ο,τι έγινε, έγινε, θα πει κανείς. Στο κάτω κάτω, ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως όλα δείχνουν, θα έχει τον χρόνο και την υποχρέωση όταν βρεθεί στην αντιπολίτευση να αναστοχαστεί την πορεία του, να ανασυγκροτήσει την ταυτότητά του κατά τρόπο ουσιαστικότερο από το σημερινό επιφανειακό φλερτ με τους ευρωσοσιαλιστές ή να αντλήσει και από άλλες θεωρητικοπολιτικές παραδόσεις χρήσιμες υποδείξεις για την κατανόηση των μετασχηματισμών στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης και νέας τεχνολογικής επανάστασης.
Το άμεσο σήμερα, στην προεκλογική περίοδο που έχει ήδη ανοίξει, είναι να αναδειχτεί κατ’ αρχάς στον δημόσιο λόγο το μείζον πρόβλημα της χώρας, η εθνική ανασυγκρότηση, και να περιοριστούν ο πολιτικαντισμός, η τακτική της «καμένης γης» και η δημαγωγία που υπονομεύουν τη συλλογική κατανόηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα. Είναι μια υποχρέωση πέρα από κόμματα και γραμμές. Ο εκτροχιασμός του «κοινού νου» για άλλη μία φορά προς μια εξωπραγματική αντίληψη των πραγμάτων και των εθνικών αναγκών θα σηματοδοτήσει νέα υποτροπή. Αντιθέτως, η αλλαγή της πολιτικής ατζέντας και η επικέντρωση στο ουσιώδες θα είναι η αφετηρία μιας πιθανής και δυνατής ανάκαμψης.