Ανάμεσα στο 1826 και στο 1827 ο Νικηφόρος Νιέπς, στην πόλη Γκρας της Γαλλίας, τράβηξε την πρώτη φωτογραφία στον κόσμο. Τη θέα από το παράθυρό του, που ο Θεός να την κάνει φωτογραφία. Μια θολή εικόνα που, αν την κοιτάξεις προσεκτικά, υποθέτεις ότι δείχνει κάποιες στέγες. Σχεδόν δύο αιώνες έχουν περάσει από τότε. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η εξέλιξη της φωτογραφίας – όχι μόνο τεχνολογικά, αλλά κυρίως ως προς τη χρήση και τη λειτουργικότητά της – είναι πολύ μεγαλύτερη και πιο καθοριστική απ’ ό,τι τα προηγούμενα εκατόν ογδόντα. Ας όψονται τα κινητά.

Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο μπαγάσας που έβαλε την εφαρμογή της φωτογραφίας και του βίντεο στα κινητά τηλέφωνα. Αν και στην εποχή μας αυτά είναι, συνήθως, επιτεύγματα ομάδων. Και στην προκειμένη περίπτωση αναρωτιέμαι αν η συγκεκριμένη ομάδα είχε να κάνει με την τεχνολογία ή την επικοινωνία, τις κοινωνικές επιστήμες, ακόμη και τα αισθητικά πρότυπα. Το γεγονός πάντως είναι ότι η φωτογραφία, από κιβωτός αναμνήσεων, εδώ και κάποια χρόνια έχει γίνει κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό. Ψάχνοντας για την πλέον κατάλληλη λέξη, κατέληξα στο αδόκιμο «ενεργοποιητής πραγματικότητας». Που σημαίνει ότι, για την πλειονότητα, δεν υφίσταται πραγματικότητα αν αυτή δεν έχει καταγραφεί από το κινητό. Δεν υφίστανται διακοπές, γάμοι, βαφτίσια, συνεστιάσεις, συναυλίες, πανηγύρια, οικογενειακές γιορτές, τούρτες γενεθλίων, ανθοδέσμες επετείων, αποφοιτήσεις, πρώτη μέρα στο σχολείο, τελευταία στον στρατό, χιόνι, βροχή, χαλάζι, λιακάδα, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, βουνά και λόγγοι, γάτες και σκύλοι, τσάντες και παπούτσια, πλαστικά και τερακότες, αφροί φέτας με μους αρακά και γουρνοπούλες στη σούβλα αν δεν έχουν αποτυπωθεί σε οθόνες.

Οπως δεν υπάρχουν ωραία σώματα, σαρκώδη χείλη, πλούσια στήθη, σμιλεμένα στέρνα αν δεν τουρλωθούν στο Instagram. Σενιαρισμένα, άψογα και ειδυλλιακά. Αυτά βέβαια είναι τα γραφικά. Τη θάλασσα των μικρών καλοκαιριών μας, με ή χωρίς φίλτρα, εμείς σε μια απόχρωση του τιρκουάζ που δεν υπάρχει στη φύση θα τη βλέπουμε. Κατά πόσο όμως υπάρχει έγκλημα (και τιμωρία) αν δεν καταγραφεί από ένα κινητό;

Δύο εβδομάδες μετά το τραγικό συμβάν, βλέπω και ξαναβλέπω τα βίντεο του λιντσαρίσματος του Ζακ. Και μετά τις πρώτες φορές το βλέμμα μου εστιάζει σε λεπτομέρειες που με απομακρύνουν από αυτό καθαυτό το γεγονός. Για παράδειγμα, το τσιχλοφουσκί ροζ της μπλούζας του κοσμηματοπώλη, τόσο κόντρα με την αγριότητα της σκηνής, που την κάνει ακόμη πιο αποτρόπαιη. Ο απόλυτος συγχρονισμός στα πόδια των δύο ανδρών καθώς κλωτσούν, σαν ένα βαρβαρικό, δολοφονικό μπαλέτο. Ξεχνιέμαι, νομίζω ότι βλέπω ταινία. Και μετά, τσουπ!, ξαναγυρίζω στην πραγματικότητα. Σκέφτομαι πως αν δεν υπήρχε εκείνο το άγνωστο χέρι που υψώθηκε κρατώντας το κινητό, το θέμα θα είχε περάσει στα ψιλά. Αναλογίζομαι τι θα έκανα εγώ. Θα είχα την ψυχραιμία να βιντεοσκοπήσω τη σκηνή; Κι αν το έκανα, θα το έκανα από ευαισθησία, από παρόρμηση της στιγμής ή από την τρέχουσα μανία της καταγραφής; Φοβάμαι τίποτε από όλα αυτά. Απλώς, το χέρι μου θα έτρεμε και θα πατούσε σε λάθος σημείο την οθόνη επαφής.