«Πέρα από την πλάκα». Ακούω όλο και πιο συχνά αυτή την έκφραση. Σε ιδιωτικούς χώρους, σε δημόσιους, παντού. Οπως παλαιότερα ξεκινούσαμε την πρότασή μας απαραιτήτως με μια δήλωση του τύπου «Αν κι εγώ δεν ψηφίζω…» και την συμπληρώναμε με το κόμμα για το οποίο εκ των προτέρων γνωρίζαμε την αντανακλαστική αποστροφή του συνομιλητή μας. Λες και είναι υποχρεωτικό ν’ απολογηθείς επειδή δεν θα κάνεις κάτι που περιμένουν όλοι από εσένα να κάνεις, λες και είναι ανυπόφορα εκκεντρικό ή (αύριο, μεθαύριο, γιατί όχι;) ποινικά κολάσιμο να μην κάνεις πλάκα. Από την ακατάσχετη έκλυση χολής στο Διαδίκτυο και τα πομπώδη συνθήματα στις διαδηλώσεις – εκκωφαντικές πομφόλυγες, εθνικιστικές συνήθως, αλλά όχι κατ’ αποκλειστικότητα – έως τα φαινόμενα μαζικής παράκρουσης που δυσδιάκριτα διαφέρουν από  ψυχωτικά επεισόδια και τα καλλιστεία υστερίας των πολιτευτών μας στους τηλεοπτικούς σταθμούς, τα πάντα γύρω μας ουρλιάζουν ότι αυτή η χώρα πλέον εργάζεται νυχθημερόν στη βαριά βιομηχανία της ψυχαγωγίας. Ισως να μην ήταν άσκοπο να συμπεριλάβουμε αυτή τη μετάλλαξη στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Να αναγράψουμε απερίφραστα στον συνταγματικό μας χάρτη ότι η Ελλάδα δεσμεύεται εφεξής, ενώπιον της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, να στρατευθεί εν σώματι στην υψηλή τέχνη της κωμωδίας, με περαιτέρω εξειδίκευση στην παραγνωρισμένη τεχνική της μπαλαφάρας.

   Ο «Κύκλος Ιδεών», με ιθύνοντα νου τον Ευάγγελο Βενιζέλο, έχει αναλάβει την άχαρη αποστολή παραγωγής και διανομής σοβαρής πολιτικής σκέψης σε μια χώρα όπου η σοβαρότητα αναγνωρίζεται πλέον μονάχα ως χλεύη ή ως μομφή. Εχει διοργανώσει ήδη πολλές σημαντικές δημόσιες εκδηλώσεις, τόσο στην Αθήνα όσο και στην επαρχία, μετά ή άνευ επίκαιρης αφορμής. Στις 19 Σεπτεμβρίου και στον απόηχο της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), στο ξενοδοχείο King George, η εκδήλωση, με συντονίστρια τη δημοσιογράφο Νίκη Λυμπεράκη, ήταν επικεντρωμένη στη λυπητερή της «επόμενης ημέρας». Με δεδομένο ότι εθιμοτυπικά κάθε κυβέρνηση, όχι μονάχα η σημερινή, χρησιμοποιεί τον άμβωνα της ΔΕΘ για να επιδοθεί σε μια ατραξιόν παροχολογίας, λιγότερο ή περισσότερο ξεδιάντροπη, οι ομιλητές θέλησαν ν’ ακουμπήσουν επί τον τύπον των ήλων και να εξηγήσουν – σε ένα θέμα που, ομολογουμένως, δεν προσφερόταν για μασημένη τροφή – πόσες από τις αναγγελίες του πρωθυπουργού ήταν καθαρά φούμαρα και πόσες ευσεβείς πόθοι. Η αίθουσα του King George ήταν κατάμεστη, τόσο από τους αναμενόμενους πολιτικούς φίλους του Βενιζέλου όσο και από το αναμενόμενο κοινό: εκείνο που είχε και τη μικρότερη ανάγκη ν’ ακούσει όσα μέσες-άκρες ήδη γνώριζε. Οι χαβαλετζήδες της πολιτικής, τόσο στο βήμα όσο και στο ακροατήριο, έλαμπαν διά της απουσίας τους.

   Το πρώτο κρύο ντους ήρθε από τον Γκίκα Χαρδούβελη, πρώην υπουργό Οικονομικών: «Εχει εμπεδωθεί στην ελληνική κοινωνία, σε όλους τους πολίτες, η απαισιοδοξία. Αν ρωτούσατε τους φίλους σας τέσσερα χρόνια πριν, τότε όλοι σκέφτονταν ότι αυτό που ζήσανε, αυτή τη “σφαλιάρα” που έφαγαν, αυτό το κακό, πέρασε. Εύκολα σκέφτονταν “πάει, θα αλλάξει το πράγμα”. Σε αντίθεση σήμερα κανένας ή πολύ λίγοι νομίζουν ότι του χρόνου θα έχουμε μπροστά μας μια διαφορετική μέρα. Και αυτό είναι πολύ δυσάρεστο, αφού οι προσδοκίες είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Το είπε ο Κέινς από τη δεκαετία του ’30. Οταν λοιπόν όλοι μας είμαστε απαισιόδοξοι, όσο και να σπρώξει κάποιος την οικονομία, οποιαδήποτε επεκτατική πολιτική και να ακολουθήσει, η οικονομία αργεί να πάρει μπρος».

    Οι χαμηλές προσδοκίες είναι ο πρώτος και πιθανόν ο πιο κρίσιμος ανασχετικός παράγοντας. Ο δεύτερος είναι ακριβώς ο αντίθετος: οι υψηλές προσδοκίες που (ψευδο)καλλιεργεί η κυβέρνηση στην κοινή γνώμη. Αυτό τόνισε ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), παίρνοντας τη σκυτάλη από τον προλαλήσαντα: «Ο Γκίκας Χαρδούβελης έχει δίκιο ότι η διαχείριση των προσδοκιών είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο της οικονομικής πολιτικής σε κάθε σύγχρονη οικονομία και είναι ίσως ο πιο αδύναμος κρίκος των τελευταίων δέκα ετών [στην ελληνική οικονομία]… Δεν είναι εφικτό να έχουμε ρυθμούς ανάπτυξης 4% και 5% διατηρήσιμους· απλώς έτσι [η κυβέρνηση] ανεβάζει τις προσδοκίες σε τέτοιο επίπεδο, ώστε [αναπόφευκτα] στη συνέχεια να υπάρξει μια παλινδρόμηση προς τα κάτω. Εάν καταφέρουμε να έχουμε συστηματικά ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 2%, επί μία δεκαετία, και σε αυτό προσθέσουμε άλλο 1% που θα είναι ο μέσος πληθωρισμός, μπορεί μετά από δέκα χρόνια αυτή να είναι μια διαφορετική οικονομία και μια διαφορετική χώρα, που ακόμη και να μην προσφέρει ευημερία σ’ εμάς, ίσως να προσφέρει την ευκαιρία ευημερίας στα παιδιά μας».

   «Την έξοδο από τα Μνημόνια», έπιασε  τον μίτο ο αναλυτής Γιώργος Στρατόπουλος, «ακριβώς έτσι την αντιλαμβάνονται οι πολίτες· ως μια εξέλιξη που θα βελτιώσει το βιοτικό τους επίπεδο. Με λιγότερους φόρους, καλύτερες κοινωνικές παροχές, περισσότερες και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Δηλαδή, οι πολίτες δεν προσδοκούν έξοδο από τα Μνημόνια, αλλά έξοδο στην ανάπτυξη. Η ανάπτυξη, ωστόσο, χρειάζεται επενδύσεις. Και για να έρθουν επενδύσεις, πρέπει πρώτα να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Κι αυτό είναι το πιο αποθαρρυντικό στοιχείο σήμερα: η εμπιστοσύνη των επενδυτών βρίσκεται στο ναδίρ». Εν κατακλείδι, ο σύμβουλος επιχειρήσεων Γιώργος Προκοπάκης υπογράμμισε: «Η συγκεκριμένη πολιτική της “καθαρής εξόδου” [από τα Μνημόνια] έχει γίνει εις βάρος της πραγματικής οικονομίας, όχι μόνο με την υπερφορολόγηση και την υπερεισφοροδότηση, αλλά και με την αφαίρεση όποιας ρευστότητας μπορούσε να υπάρξει. Παρά τούτο, η παταγώδης αποτυχία ανάκτησης πρόσβασης στις αγορές έχει οδηγήσει σε εξαιρετικά επισφαλή κατάσταση».

   Κάθε απόπειρα για αναστροφή αυτής της κατάστασης μοιάζει με mission impossible. «Είμαστε εγκλωβισμένοι σε μονομερείς επιλογές της παρούσας κυβέρνησης», συμπεραίνει ο Βενιζέλος, «τις οποίες έχουν αποδεχθεί οι θεσμοί και οι εταίροι». Ως εκ τούτου, κάθε προσπάθεια «επανατοποθέτησης του πλαισίου» των σχέσεών μας με τους εταίρους, κάθε «επαναπροσέγγιση», περνάει υποχρεωτικά μέσα από την εκλογική διαδικασία και την αλλαγή κυβέρνησης. Αρκούν αυτά τα δύο; Οχι. «Το πρόβλημα είναι πολιτικό, αλλά πολύ βαθύτερο [από τον τρέχοντα κομματικό ανταγωνισμό και τη συγκυρία]», καταλήγει. «Αφορά τη νοοτροπία που κυριαρχεί στον δημόσιο βίο, τη στάση της κοινωνίας και τη σχέση της με το πολιτικό σύστημα. Η εκτίμηση που κάνει το πολιτικό σύστημα για τα κριτήρια με τα οποία διαμορφώνονται οι εκλογικές επιλογές των πολιτών, συχνά το εγκλωβίζει σε επανάληψη στερεοτύπων». Αυτή είναι η διαχρονική σαγήνη του λαϊκισμού τόσο για τους πολιτευτές όσο και για τους ψηφοφόρους: τα στερεότυπα· ο εθισμός στην πνευματική οκνηρία. Εν ολίγοις; Δεν αρκεί να μην είναι στραβός ο γιαλός. Πρέπει κι εμείς στραβά να μην αρμενίζουμε.