Το δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε πριν από δύο εβδομάδες στην ΠΓΔΜ είχε μια ιδιαιτερότητα: αν και αφορούσε την αλλαγή του ονόματος του γειτονικού μας κράτους, πουθενά δεν αναφερόταν το γεγονός αυτό στο ίδιο το ερώτημα. Ακόμη και με την επιστράτευση αυτού του τεχνάσματος, όμως, οι πολίτες της ΠΓΔΜ αποδοκίμασαν την πρόταση της κυβέρνησής τους να ψηφίσουν υπέρ της συμφωνίας των Πρεσπών διά της αποχής τους από τις κάλπες. Και την αποδοκίμασαν παρά τις προτροπές ή και πιέσεις που ασκήθηκαν από τον διεθνή παράγοντα.
Το δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ προστέθηκε έτσι σε μια σειρά από άλλα δημοψηφίσματα σε άλλες χώρες, οι πολίτες των οποίων αρνήθηκαν να ψηφίσουν καθ’ υπόδειξη. Φαίνεται μάλιστα ότι όσο μεγαλύτερες είναι οι πιέσεις που ασκούνται από τις ποικιλώνυμες ελίτ τόσο μεγαλύτερη είναι η άρνηση. Οσο, με άλλα λόγια, υποδεικνύεται η «σωστή» ψήφος τόσο αποστρέφουν οι ψηφοφόροι το βλέμμα από το δάχτυλο που κάνει την υπόδειξη. Αυτό τουλάχιστον διδάσκει η Ιστορία σε πλείστες όσες περιπτώσεις, όπως ήταν για παράδειγμα το δημοψήφισμα στη Γαλλία για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα που απορρίφθηκε μετ’ επαίνων.
Από τη δημοψηφισματική αυτή εμπειρία μπορούν να αντληθούν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Ενα τέτοιο βασικό συμπέρασμα είναι ότι σε ένα δημοψήφισμα οι ψηφοφόροι απαντούν πολλές φορές στο πρόσωπο που ρωτάει και όχι στο ίδιο το ερώτημα. Οι ψηφοφόροι χρησιμοποιούν επομένως την κάλπη για να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους. Προκύπτει λοιπόν ότι τα δημοψηφίσματα δεν προσφέρονται για πολιτικά παιχνίδια. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου την ελληνική εμπειρία. Οχι μόνο την περίφημη «κωλοτούμπα». Αλλά και την καταδίκη από το Συμβούλιο της Ευρώπης για πρώτη φορά από την πτώση της δικτατορίας που επισήμανε ότι το δημοψήφισμα του ’15 δεν πληρούσε τις διεθνείς προδιαγραφές.