Ενώ ο δημόσιος διάλογος τις τελευταίες ημέρες περιστρέφεται γύρω από το εάν θα περικοπούν εκείνες οι συντάξεις οι οποίες αποκλίνουν από τον νέο τρόπο υπολογισμού, περνούν σχεδόν απαρατήρητα τα δομικά προβλήματα τα οποία εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία. Κι όμως, η αντιμετώπιση των δομικών ζητημάτων είναι αυτή που θα καθορίσει την ικανότητα της οικονομίας να αναπτυχθεί δυναμικά και με βιώσιμο τρόπο και, σε τελική ανάλυση, θα καθορίσει και την ικανότητά της να απονέμει ικανοποιητικές συντάξεις. Χωρίς ανάπτυξη, ο παρών διάλογος δεν είναι τίποτα άλλο από μία διαγενεακή μεταφορά πόρων προς τους σημερινούς συνταξιούχους εις βάρος των μελλοντικών γενεών.
Ενα κεφαλαιώδες τέτοιο ζήτημα είναι η ανεπάρκεια των εγχώριων αποταμιευτικών πόρων. Από το τέλος του 2011, και με μεγαλύτερη ένταση από το 2015, η ιδιωτική κατανάλωση ξεπερνά σε μέγεθος τα διαθέσιμα εισοδήματα. Ως αποτέλεσμα, η ακαθάριστη αποταμίευση των νοικοκυριών είναι έντονα αρνητική. Πρακτικά, ένα αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης σημαίνει ότι τα νοικοκυριά αναλώνουν καταθέσεις για να καλύψουν ανάγκες οι οποίες υπερβαίνουν τα εισοδήματά τους. Η αρνητική αποταμίευση οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως την προσπάθεια των νοικοκυριών να διατηρήσουν τα προηγούμενα επίπεδα διαβίωσής τους με δαπάνες τις οποίες θεωρούν βασικές και ανελαστικές, τους υψηλούς φόρους, το αυξημένο ποσοστό φτώχειας (το οποίο αναγκαστικά σημαίνει κατανάλωση μεγαλύτερου μέρους του εισοδήματος) ή την προσδοκία ότι τα εισοδήματα θα ανέβουν μελλοντικά (έξοδος από την κρίση) και θα αποπληρωθούν οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται. Η ανάλωση αποταμιεύσεων επέτρεψε η κατανάλωση να μειωθεί λιγότερο έντονα από το διαθέσιμο εισόδημα κατά τα χρόνια της κρίσης κι έτσι ο λόγος κατανάλωσης προς ΑΕΠ παρέμεινε ο μεγαλύτερος στην ευρωζώνη (περίπου 69% έναντι 54% αντιστοίχως το 2017), παρά τη λιτότητα. Το 2017, η ανάλωση αποταμιεύσεων σημείωσε νέο ρεκόρ στα 9,4 δισ. ευρώ. Αθροιστικά, μεταξύ 2011-2017, απωλέσθηκε πλούτος 33 δισ. ευρώ. Η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη αν δει κάποιος την καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών, δηλαδή την ακαθάριστη αποταμίευση μείον τις αποσβέσεις του κεφαλαίου, που δίνει ένα μέτρο της δυνατότητας για την ανανέωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της χώρας.
Η επίδοση αυτή είναι η χειρότερη στην ευρωζώνη. Ακόμα και προ κρίσεως η Ελλάδα είχε υποδιπλάσιο ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών σε σχέση με την ευρωζώνη, αλλά τουλάχιστον το μέγεθος ήταν θετικό.
Το πρόβλημα έχει τρεις πολύ σημαντικές επιπτώσεις για την οικονομική πολιτική:
1. Η αρνητική αποταμίευση επιδεινώνει το χάσμα μεταξύ αποταμιευτικών πόρων και των αναγκών της χώρας για επένδυση και καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό για να χρηματοδοτηθεί η ανάκαμψη της οικονομίας, καθώς είναι απίθανο ότι οι εγχώριοι πόροι θα γυρίσουν σε υψηλά επίπεδα σύντομα και πρέπει να αποπληρωθούν και συσσωρευμένες υποχρεώσεις.
2. Δεν θα πρέπει να αναμένουμε ότι η κατανάλωση θα αποτελέσει οδηγό της οικονομικής μεγέθυνσης τα επόμενα έτη αλλά ότι θα αυξάνεται με βραδύτερο ρυθμό από το ΑΕΠ, ώστε να μειωθούν οι υποχρεώσεις τις οποίες η αρνητική αποταμίευση συνεπάγεται.
3. Επίπεδα της ιδιωτικής κατανάλωσης τα οποία υπερβαίνουν τα διαθέσιμα εισοδήματα είναι μη διατηρήσιμα: τα περιθώρια ανάλωσης καταθέσεων δεν είναι απεριόριστα. Προφανώς δεν είναι επιθυμητό να μειωθεί η κατανάλωση περαιτέρω διότι αυτό θα είχε υφεσιακές επιπτώσεις και θα δυσχέραινε και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Επομένως, είναι μονόδρομος να αυξηθεί η παραγωγικότητα με κατάλληλες διαρθρωτικές πολιτικές ώστε να ενισχυθούν επενδύσεις και εξαγωγές. Αυτό θα αυξήσει τα εισοδήματα με βιώσιμο τρόπο, ώστε να μπορούν να υποστηριχθούν και τα επίπεδα κατανάλωσης.
Αυτό θα έπρεπε να είναι το επίκεντρο της συζήτησης, με ποιες πολιτικές θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα της οικονομίας μας. Χωρίς αυτό, κανένας άλλος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Ο Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών