Τέτοιες μέρες του 2016 ο ξένος Τύπος έγραφε για το μεγάλο φαβορί του Νομπέλ Ειρήνης εκείνου του έτους: Τους «Ελληνες νησιώτες» -την γιαγιά Μηλίτσα και τον ψαρά Στρατή από τη Λέσβο -, που με τη στάση τους στο ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης έστειλαν μήνυμα ανθρωπιάς. Τον ίδιο μήνα του 2015 είχε κάνει τον γύρο του κόσμου η φωτογραφία της Μηλίτσας Καμβύση με άλλες δύο ηλικιωμένες που τάιζαν με το μπιμπερό ένα προσφυγόπουλο. Ο φετινός Οκτώβριος βρίσκει τις τρεις γιαγιάδες μακριά από το «στέκι» τους, το παγκάκι μπροστά στον λιθόκτιστο φράχτη στον Πλάτανο, όπως λένε οι ντόπιοι την παραλία της Σκάλας Συκαμιάς. Για σχεδόν δύο χρόνια οι τρεις γυναίκες ήταν εκεί κάθε απόγευμα, καθισμένες στο ίδιο παγκάκι, για να απλώσουν το χέρι στις οικογένειες προσφύγων που έφταναν με πλαστικές βάρκες από την Τουρκία στο ψαροχώρι της Βόρειας Λέσβου. Σήμερα η 86χρονη Μηλίτσα (Αιμιλία), η 88χρονη Μαρίτσα Μαυραπίδη και η 91χρονη Ευστρατία Μαυραπίδη δεν συναντιούνται όσο παλιά. Ομως κρατούν στο μυαλό τους τις εικόνες ζωντανές.

«Πάθαμε γεράματα, βλέπεις! Δεν μπορώ να βγω έξω καλά καλά, σχεδόν δεν με βαστούν τα πόδια μου. Πού να βρω κουράγιο να βοηθήσω, όπως τότε; Αν είχα δυνάμεις, εκεί θα ήθελα να κάθομαι τώρα. Στον πλάτανο από κάτω, να κοιτάζω τη θάλασσα» λέει στα «ΝΕΑ» η 86χρονη, εκ των πρωταγωνιστριών στη συγκινητική φωτογραφία του 2015 του Λευτέρη Παρτσάλη που συζητήθηκε και ως υποψήφια για το Νομπέλ Ειρήνης του 2016. Τότε το βραβείο είχε απονεμηθεί στον κολομβιανό πρόεδρο Χουάν Μανουέλ Σάντος για τις προσπάθειες ειρήνευσης με τους αντάρτες της FARC, γεγονός που… χαροποίησε τη γλυκιά γιαγιά της Λέσβου: «Δεν έκανα δα και τίποτα σπουδαίο για να πάρω και βραβείο. Ας το έπαιρνε το κράτος καλύτερα, για τους παράδες που λέει ότι δεν έχει!». Οπως συμπληρώνει η ίδια, «βγαίνουν ακόμα οι βάρκες γεμάτες άντρες, γυναίκες και παιδιά. Και σκέφτομαι εκείνες τις δύσκολες μέρες και συγκινούμαι. Θυμάμαι τη θλίψη και τον πόνο. Τα μωρά να κλαίνε, τους γονείς τους βρεγμένους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το μωρέλι που κράτησα αγκαλιά. Θα ‘ναι τεσσάρων χρονών τώρα; Ας είναι γερό με τη μανούλα του». Η ηλικιωμένη παλεύει, όπως λέει, με μια σύνταξη 300 ευρώ του ΟΓΑ «αλλά με νοιάζει μόνο που είναι καλά η οικογένειά μου». Στο σαλόνι της ανάμεσα στις φωτογραφίες των τεσσάρων παιδιών, των οκτώ εγγονών και των τεσσάρων δισέγγονών της υπάρχει κρεμασμένη στον τοίχο και η φωτογραφία με το προσφυγόπουλο.

Με συγκίνηση θυμάται τους «άρρωστους μετανάστες που έβγαιναν στη στεριά με υποθερμία» η 88χρονη Μαρίτσα, που έχει δύο γιους και τρία εγγόνια. «Τώρα εμείς πλαγιάζουμε. Εμένα με πονάει η μέση μου, η Ευστρατία είχε σπάσει το πόδι της. Κάθομαι πού και πού στην αυλή της Μηλίτσας και τα λέμε. Στον Πλάτανο όμως δεν πάμε. Κάποτε εκεί είχαμε απ’ όλα: και νοσοκόμους και εθελοντές φρόντιζαν τους πρόσφυγες με ρούχα και φάρμακα» περιγράφει και προσθέτει: «Τα σκέφτομαι όταν είμαι μόνη μου και με πιάνει η ψυχή μου. Ακόμα έρχονται πρόσφυγες. Νύχτα τους μαζεύουν από τη θάλασσα και τους πάνε στη Μόρια». Οσο για το Νομπέλ, η 88χρονη αναφέρει: «Δεν στενοχωρηθήκαμε. Ο,τι μπορούσαμε τότε, το κάναμε με χαρά. Αχ και να το ξαναέβλεπα το μωρό! Του είχα κάνει το μπιμπερό και στην αρχή δεν έπινε. Το έβαλα στο μάγουλο και ήταν ζεστό. Αμέσως το κρυώσαμε στη βρύση και ήπιε το γάλα μονορούφι όσο η μάνα του έβαζε στεγνά ρούχα».

«Το κράτος παίρνει τους παράδες. Τι κάνει για τη Μόρια;»

Οι ηλικιωμένες Μηλίτσα Καμβύση και Μαρίτσα Μαυραπίδη ρωτούν συνεχώς τους συγχωριανούς τους για την κατάσταση που επικρατεί στον καταυλισμό της Μόριας. «Πάνε τρία χρόνια και οι δύστυχοι υποφέρουν. Τους παράδες τούς παίρνει το κράτος. Και τι κάνει; Πρέπει να δουν καλυτέρευση οι άνθρωποι» λέει η 86χρονη Μηλίτσα και η 88χρονη Μαρίτσα προσθέτει: «Τόσα κράτη δεν βλέπουν τι γίνεται; Ολο έρχονται και ξαναέρχονται πρόσφυγες. Πού τους βάζουν;». Σύμφωνα με την κόρη της 86χρονης, Φωτεινή Καμβύση, που ζει μόνιμα στη Σκάλα Συκαμιάς, «δεν περιμέναμε ότι με τόσα λεφτά που έχουν πέσει σε αυτή την ιστορία και τόση βοήθεια που έχει σπεύσει θα συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα πλάνο, συγκεκριμένο σχέδιο. Είναι ένα δράμα σε εξέλιξη». Η ίδια προσθέτει ότι «στενάζουν άνθρωποι από το Προσφυγικό. Και δεν μιλάω για το νησί μας, αλλά τους ίδιους τους πρόσφυγες. Οι ροές συνεχίζονται, αλλά όχι με την ίδια ένταση. Αρκετοί εθελοντές στο χωριό δίνουν ρούχα στους πρόσφυγες και φαγητό. Μετά μεταφέρονται συνοδεία Αστυνομίας στη Μόρια. Δεν τους βλέπουμε όπως παλιά». Για την υποψηφιότητα της μητέρας της για το Νομπέλ Ειρήνης, επισημαίνει: «Η φωτογραφία μου άρεσε πολύ! Αλλά η υπόθεση του βραβείου μου φάνηκε υπερβολική. Η μητέρα μου είναι πάντα δοτική και για την οικογένειά μου τέτοιες κινήσεις είναι αυτονόητες».