Eνα ψέμα που σκαρφίστηκε στα 13 της ίσως τελικά να της άνοιξε την πρώτη πόρτα για τον δρόμο που ονειρευόταν. Σε εκείνη την ηλικία η Μονσεράτ Καμπαγέ, η οποία έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο σε ηλικία 85 ετών, αποφάσισε να κάνει αίτηση για το Κονσερβατουάρ της Βαρκελώνης. Για να εξασφαλίσει την εισαγωγή της είπε ότι ήταν 15 ετών. Αλλά δεν είναι το μοναδικό δείγμα του πάθους που τη διακατείχε για το τραγούδι.

Μόλις οκτώ ετών όταν άκουγε την άρια «Un bel di vedremo» από τη «Μαντάμα Μπαντερφλάι» του Τζιάκομο Πουτσίνι, μπορούσε να την τραγουδήσει έχοντας μόνο τις γνώσεις που τις παρείχε το… αφτί της. Στους γονείς της το χρωστάει και αυτό, οι οποίοι αν και φτωχοί ήταν φανατικοί μουσικόφιλοι με σεβαστό αριθμό δίσκων. Δεν χρειάστηκε πολύ για να τους πείσει να κάνει μουσικές σπουδές. Ανάμεσα στα μαθήματα που παίρνει είναι κι εκείνα με την καθηγήτριά της από την Ουγγαρία, η οποία για οκτώ μήνες της μαθαίνει την τεχνική της αναπνοής – πολλές φορές έχει χαρακτηριστεί ως η σοπράνο με διαφραγματική δύναμη και έλεγχο της αναπνοής όπως ένας αθλητής. Ολα έδειχναν ότι πήγαιναν καλά μέχρι που όταν η Μονσεράτ ήταν 16 ετών ο πατέρας της αρρώστησε και δεν μπορούσε να τη στηρίξει οικονομικά. Ετσι αναγκάστηκε να εργαστεί για έναν χρόνο σε εργοστάσιο που έφτιαχνε μαντίλια. Τότε οι εύρωστες οικογένειες της Βαρκελώνης, που αγαπούσαν τις τέχνες και τα γράμματα ως άλλοι Μέδικοι της εποχής, αποφάσισαν να ενισχύσουν οικονομικά τόσο τη Μονσεράτ όσο και την οικογένειά της. Η μεγάλη κυρία της όπερας δεν ξέχασε ποτέ τη γενναιόδωρη προσφορά των συμπατριωτών της και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης κατά τη διάρκεια της μεγαλειώδους καριέρας της επέστρεφε στη γενέτειρά της για να τραγουδήσει τα σπουδαία έργα στα οποία άφησε το δικό της σημάδι.

ΔΥΣΚΟΛΗ ΑΡΧΗ. Η διαδρομή μέχρι εκεί δεν ήταν καθόλου εύκολη για τη «La superba» όπως την αποκαλούσε ο διεθνής Τύπος. Αποφοίτησε από το Ωδείο στα 20 της χρόνια με πολλές διακρίσεις. Ξεκίνησε τη διαδικασία των ακροάσεων με άριες της ιταλικής όπερας, αλλά πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ηταν νευρική και αβέβαιη και ο πράκτοράς της απελπισμένος την παρότρυνε να βρει έναν σύζυγο.

Εδωσε μια ακόμη ευκαιρία στον εαυτό της δοκιμάζοντας την τύχη της στην Ελβετία. Στην όπερα της Βασιλείας άρχισε να τραγουδά μικρούς ρόλους παραμένοντας σχετικά άγνωστη. Μέχρι τις 20 Απριλίου του 1965 που εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χολ! Η ιστορία είναι γνωστή για τους λάτρεις του λυρικού τραγουδιού και τους φαν της Μονσεράτ Καμπαγέ: η ερμηνεία της στη «Λουκρητία Βοργία » του Ντονιτσέτι – αντικαθιστώντας τη σοπράνο που αρρώστησε –  άφησε εποχή και άρχισε το αστέρι της να λάμπει στο μουσικό στερέωμα. Επειτα ακολούθησαν επιτυχίες που σφράγισαν την πορεία της και την κατέταξαν στις σπουδαίες φωνές του αιώνα. Ο κόσμος της όπερας και οι κριτικοί την αποθέωναν για κάθε ερμηνεία της: Σαλώμη, Τόσκα, Σεμίραμις, Τριστάνος και Ιζόλδη, το Ταξίδι στο Ρεμς κ.ά. Οι εμφανίσεις της στη Σκάλα του Μιλάνου, την Οπερα της Βιέννης, τη Βασιλική Οπερα του Κόβεν Γκάρντεν, την Οπερα του Παρισιού και σε άλλες λαμπερές σκηνές του κόσμου άφησαν εποχή. Η Καμπαγέ συνδέθηκε με τις ερμηνείες της στα έργα του Βέρντι, αλλά και εκείνα  των Ροσίνι, Μπελίνι και Ντονιτσέτι προκαλώντας σύμφωνα με τους ειδικούς την ανανέωση του μπελ κάντο.

Στις ξεχωριστές στιγμές της πορείας της συγκαταλέγεται και η συνεργασία της με τον Φρέντι Μέρκιουρι, ο οποίος ήταν φανατικός θαυμαστής της και θεωρούσε ότι ήταν η «καλύτερη φωνή στον κόσμο». Ισως και να είχε ένα δίκιο αν σκεφτεί κανείς ότι η Μαρία Κάλλας τη θεωρούσε άξια διάδοχό της. Το βέβαιο είναι ότι η Καμπαγέ, μετά την ηχογράφηση του τραγουδιού «Μπαρτσελόνα» το 1987 στο οποίο έκανε ντουέτο με τον Μέρκιουρι, απέκτησε διεθνή αναγνώριση συνδέοντας τον κόσμο της όπερας με αυτόν της ροκ. Μια τέτοια γέφυρα μπορεί να θεωρεί και η συνεργασία της το 1995 με τον φίλο της Βαγγέλη Παπαθανασίου στον δίσκο «El Greco» – φόρο τιμής στον έλληνα ζωγράφο. Η τελευταία εμφάνιση της Μονσεράτ Καμπαγέ ήταν στο Ηρώδειο στις 17 Σεπτεμβρίου 2012, με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, σε μουσική διεύθυνση Χοσέ Κολάντο.