ριν από 46 χρόνια (Θεέ μου, πέρασε τόσο νερό στην κοίτη του ποταμού της χώρας και της ζωής μας) στα πρώτα βήματα του συντάκτη αυτής της στήλης στη θεατρική κριτική είχα συμπαραταχτεί από το δικό μου μετερίζι σε μια διάσωση σε εποχές ολικού ναυαγίου αυτής της χώρας. Μέσα στη λοιμική της χούντας ο Κουν είχε ρίξει στο πέλαγο μια σειρά από σωσίβια, νέα έργα νέων συγγραφέων που κατέθεταν τον οβολό τους, αν θέλετε τη σχεδία τους, για να διαπλεύσουν το τσουνάμι.

Τότε ο γράφων είχε από τυχάρπαστους κατηγορηθεί αναφερόμενος στην ανάγκη να επανεξετάσουμε την ουσία της ιθαγένειάς μας, που είχε όχι απλώς νοθευτεί αλλά γελοιοποιηθεί από το γελοίο δόγμα της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών», ώστε να βρούμε τον αργαλειό και να υφάνουμε με νέες κλωστές, νέο στημόνι και υφάδι το ιστορικό μας χαλί.

Τότε λοιπόν με κατηγορούσαν πως θέλω στη σκηνή να ξαναφέρω τη φουστανέλα. Οταν δημόσια στήριζα και τον Κουν, τον Παπαγεωργίου, τον Βουτέρη και όσους ανέβαζαν Ζιώγα, Μουρσελά, Μάτεσι, Καμπανέλλη, Μανιώτη, Σκούρτη, Διαλεγμένο, Χρυσούλη, Καρρά. Ευτυχώς κανέναν φουστανελοφόρο!! Πλην βέβαια τις τραγελαφικές φιγούρες του αείμνηστου φίλου Μποστ.

Σε εποχές μάλιστα που είχε γίνει σύμβολο ελληνικότητας ο Καραγκιόζης, τόλμησα να θεμελιώσω την άποψη πως θα ήταν κατάντια για έναν ιστορικό λαό να θεωρεί αντιπροσωπευτικό ήρωα και ηθικό πρότυπο έναν κλέφτη, ψεύτη, τεμπελχανά που σιτίζεται στο σεράι και υπηρετεί κάθε Χατζηαβάτη, πολυτεχνίτη και χαραμοφάη. Και ήταν καίρια η παρέμβαση του Σκούρτη που τον σατίρισε ως παραλίγο βεζίρη. Ευτυχώς ο γλωσσοπλάστης λαός μας καθιέρωσε τον τρόπο καραγκιοζιλίκια!

Είμαι απελπισμένος που ύστερα από σαράντα και πάνω χρόνια μετά την άνθηση του νεοελληνικού έργου που κατέγραψα παραπάνω το Εθνικό Θέατρο που παραβλέπει τον ιδρυτικό του νόμο τολμά να περιφρονεί τρεις πρόσφατα μείζονες συγγραφείς μας, που έφυγαν από τη ζωή, τον Μάτεσι, την Αναγνωστάκη και τον Μουρσελά, να μην τους τιμά.

Τον Μάτεσι με το τυπωμένο έργο του «Η βουή», ένα αριστούργημα και την Αναγνωστάκη με τη «Συναναστροφή» που παιζόταν μόνο δύο μέρες τον Απρίλιο του 1967 και το κατέβασε η χούντα και το ξεχάσανε…

Σκεφτείτε πως ο μείζων Κεχαΐδης δεν παίχτηκε ποτέ στο Εθνικό όσο ζούσε και μόνο το «Πανηγύρι» του παίχτηκε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Εφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Καμπανέλλης και το μόνο από τα αριστουργήματά του που ανέβηκε στην κρατική σκηνή ήταν το μετριότατο «Η γειτονιά των αγγέλων» που έχει διασωθεί μόνο χάρη στα τραγούδια του Θεοδωράκη. Επρεπε να σπεύσει το Θέατρο Τέχνης να ανεβάσει μεταναθανατίως το πλήρες αριστούργημά του «Ο δρόμος περνά από μέσα»!

ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΙ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ. Οι δεκαπέντε μετά τον Καμπανέλλη έλληνες θεατρικοί συγγραφείς που δεν γράψανε γραφικά έργα φουστανέλας ούτε κωμωδιούλες ούτε μπουλβάρ έγιναν για όσους θέλουν να σκέπτονται σ’ αυτόν τον τόπο σεισμογράφοι, χειρουργοί, ογκολόγοι, δικαστές και δάσκαλοι του γένους χειρουργώντας, δικάζοντας, δασκαλεύοντας χωρίς ρητορείες κυρίως έναν λαό που κάνει λάθη, που παλινωδεί, που υποκρίνεται και επαναπαύεται, που ξεπουλάει τα τιμαλφή του για ν’ αγοράσει μπιχλιμπίδια και πλαστικές χάντρες.

Δεν έκανε κάτι διαφορετικό ούτε ο Αριστοφάνης, ούτε ο Μένανδρος, ούτε ο Χουρμούζης, ούτε ο Αντώνιος Μάτεσις, ούτε ο Ξενόπουλος, ούτε ο Καπετανάκης, ούτε ο Ψαθάς, ούτε ο Σακελλάριος και ο Τσιφόρος.

Ο Χορν πατήρ δεν ήταν μόνο συγγραφέας του έξοχου έργου «Φυντανάκι» και του αριστουργήματος «Φλαντρώ». Είναι ο χειρουργικός σατιρικός του «Σέντζα» που σχεδόν τον επέβαλα κάποτε με πείσμα στο Εθνικό. Οταν πρωτοπαίχτηκε η ενοχλημένη μεγαλο-μικροαστική σεμνοτυφία το κατέβασε τη δεύτερη μέρα!

Τώρα δύο δόκιμοι και τολμητίες ηθοποιοί, ο Πέρης Μιχαηλίδης και ο Φίλιππος Σοφιανός, ο πρώτος και ως σκηνοθέτης, ανέβασαν στο θέατρο Faust το αθάνατο ως φόρμα και περιεχόμενο μονόπρακτο του Κεχαΐδη «Το τάβλι».

Είχε και παλιότερα γράψει πως το «εθνικό» αυτό παίγνιο με τις τρεις συνταγές, «πόρτες», «φεύγα», «πλακωτό», είναι πραγματικά συμβολική διατύπωση των ελιγμών, της δεξιοτεχνίας, της καπατσοσύνης, των υπεκφυγών, των προσποιήσεων μιας κοινωνίας που εδώ και δύο αιώνες που κέρδισε την αυτόνομη πορεία της ύστερα από αιώνες σκλαβιάς πασχίζει να επιβιώσει με τα τεχνάσματα, τις ίντριγκες, τη μαγκιά, τον φτωχοπροδρομισμό των κλεφταρματολών. Για δύο αιώνες η ντροπή δεν ήταν να σε πιάσουν να κλέβεις τη γίδα του γείτονα, αλλά να σε πιάσουν με τη γίδα στον ώμο!

Ο μέγας σατιρικός Χουρμούζης, ήδη από το 1835, γράφοντας τις αξεπέραστες κωμωδίες του (με απόπειρες δολοφονίας του συχνές), καταγράφει με πόνο ψυχής ένα κράτος όπου ο δημόσιος υπάλληλος προηγείται του κράτους, ο εργολάβος κλέβει υλικά και σχέδια από τους στρατώνες για να χτίσει σπίτι και ο αστυνόμος κατασκοπεύει στα βαφτίσια τι «σκέδια» κάναν τα μωρά για να δει αν υπονομεύουν το καθεστώς!

Ολα αυτά με τη μαεστρία του ταβλαδόρου.

Ο Κεχαΐδης βάζει απέναντί μας ένα λαμόγιο και τον άντρα της αδελφής του που ξεσηκώνοντας τις στρατηγικές του ταβλιού που παίζουν αργόσχολοι στην αιώνια ταράτσα σχεδιάζουν το «μεγάλο κόλπο» για να κονομήσουν. Από ιδέες και απάτες ανεξάντλητοι, έως το μεδούλι ανήθικοι, ελίσσονται σαν την οχιά που καιροφυλακτεί να βουτήξει τον ποντικό.

Κύριος στόχος το εύκολο κέρδος, αλλά αρκεί να σωθούν οι αβαρίες εφευρίσκοντας προσχήματα. Δεν προχωρώ σε λεπτομέρειες για να μη χαλάσω τη χαρά των θεατών αν αποφασίσουν να δουν το έργο.

Ο Κεχαΐδης το 1971 είχε ήδη εκπλήξει το θεατρικό σινάφι και το κοινό με το «Πανηγύρι» του, μια ελεγεία πάνω στην εσωτερική μετανάστευση και συνάμα ένας υπόγειος θρήνος για την εγκατάλειψη της μαστοριάς, της αγάπης για τα υλικά. Μια σπαρακτική μικρή οδύσσεια από το χωριό στην πόλη και από τη σπορά, τον θερισμό, το μάζεμα της ελιάς και τον αργαλειό, από την τσαγκαρική στην τυποποίηση.

Πορεία ενός αγρότη στο προλεταριάτο. Το «Πανηγύρι», «Το τάβλι» είναι έξοχα δοκίμια πάνω στην αποτυχία ενός λαού να προοδεύσει και να μην κάνει άλματα από το τάβλι στο facebook.

Ο Κεχαΐδης μεγάλωσε στη Θεσσαλία και όσο έζησε (δυστυχώς λίγο) μετέφερε τη νοσταλγία του τόπου του και την οργή, συχνά τη χλεύη του, για την αποτυχία του τόπου του να προχωρήσει.

Στο άλλο του αριστούργημα, «Δάφνες και πικροδάφνες», το χειρουργικό του νυστέρι τέμνει βαθιά το σώμα της νεοελληνικής πολιτικής μιζέριας και ξεσκεπάζει τις παθογένειες και τις κακοδαιμονίες.

Ομως για όσους μπορούν να διαβάζουν με προσοχή ένα θεατρικό κείμενο «Το τάβλι» είναι κωδικός δείκτης, εν πυκνώ όλος ο κοινωνικός, οικονομικός, ηθικός, πολιτισμικός καρκίνος που δυστυχώς μένει πλέον αχειρούργητος οδηγώντας μια κοινωνία σε επώδυνο θάνατο.

Στο θέατρο Faust, έναν πολυχώρο με σοβαρή δουλειά, όπου, το λέω με χαρά, πλεονάζουν ως θεατές και θαμώνες νέοι άνθρωποι, οι δύο πολύ καλοί ηθοποιοί χάρηκαν πριν καν το παρουσιάσουν το έργο του Κεχαΐδη στην πρόβα. Αυτό φαίνεται. Το γλέντησαν, διότι ανακάλυψαν τη μουσική της καθημερινής ελληνικής λαλιάς, τους ρυθμούς, τις έξοχες παύσεις, τις στρατηγικές των σιωπών. Γλέντησαν τη γλώσσα ως παγίδα, ως δόκανο, τη γλώσσα που τσακίζει κοκάλα, γλείφει, ρουφάει, πλαταγίζει και ευφραίνεται. Πετάνε οι έλληνες ηθοποιοί όταν καλούνται να μιλήσουν ελληνικά και να γευτούν τις λέξεις, αλλά, αν χρειαστεί, να τις φτύσουν.

«Οι πόρτες», «το πλακωτό», «το φεύγα» είναι στοιχεία νεοελληνικής ταυτότητας και ο Σοφιανός με τον Πέρη Μιχαηλίδη τα μιμούνται έξοχα μπροστά στον καθρέφτη του κοινού. Κι όπως έλεγε ο πρόδρομος του Κεχαΐδη Γκόγκολ: Μη σπας τον καθρέφτη, φταίει η μούρη σου.