«Η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων».
Τάδε έφη Αριστοτέλης. Αληθινό περισσότερο από ποτέ σήμερα, ιδιαίτερα για μια χώρα που δέκα χρόνια τώρα μαστίζεται από μια κρίση που έχει εκπατρίσει το 5,5% του εργασιακά ενεργού και υψηλά εκπαιδευμένου πληθυσμού της. Αποδεικνύεται δε ιστορικά αληθής, αν δει κάποιος την ανάπτυξη που ακολούθησε σε χώρες όπως η Φιλανδία, η Ν. Κορέα, η Σιγκαπούρη, που επένδυσαν σε βελτίωση των συστημάτων εκπαίδευσης.
Εως και 5% μεσοπρόθεσμα και 2,5% επιπλέον μακροπρόθεσμα προσμετράται η ανάπτυξη χωρών αυξάνοντας τα μέσα για τη μόρφωση του πληθυσμού, με τα πανεπιστήμια να συμβάλλουν καίρια και συνολικά και στοχευμένα σε συγκεκριμένους κλάδους.
Με δεδομένες τις ραγδαίες και βαθιές αλλαγές στον επιστημονικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα, την 4η βιομηχανική επανάσταση ante portas, αλλά με δαπάνες που βαίνουν μειούμενες λόγω Μνημονίων, θα αποτύχουμε για μία ακόμη φορά να συμπορευτούμε με κράτη της πρωτοπορίας, της καινοτομίας, των νέων τεχνολογιών, της ψηφιακής επανάστασης. Κράτη μικρά και συγκρίσιμα, όπως η Εσθονία, με την επένδυση στην ψηφιακή εκπαίδευση και το Ισραήλ με την τεχνολογική πρόοδο και καινοτομία, που είδαν τα ΑΕΠ τους να εκτοξεύονται.
Στον αντίποδα η χώρα μας, με το πλούσιο πνευματικό και επιστημονικό δυναμικό της, δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να απαρτιώσει την παραχθείσα πρωτογενή γνώση σε μετρήσιμο αποτέλεσμα και παραγόμενο προϊόν. Η παραγόμενη γνώση στη χώρα αναφέρεται σε βασική έρευνα κυρίως – η Ελλάδα για το μέγεθος της πρωτοστατεί στη βασική ιατροβιολογική έρευνα – και όχι σε εφαρμογές που θα παρήγαν εκμεταλλεύσιμο προϊόν. Αυτό με τη σειρά του σχετίζεται με τη μη σύνδεση της ερευνητικής δραστηριότητας με τις επιχειρήσεις και την πρωτογενή παραγωγή της χώρας. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν λειτουργεί έτσι κι αλλιώς υποβοηθητικά σε αυτή την κατεύθυνση, η λέξη συνεργασία είναι σχεδόν άγνωστη, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε δραστηριότητες υπηρεσιών χαμηλότερης εντάσεως γνώσης στους τομείς των μεταφορών, του εμπορίου και του τουρισμού και να υπολείπεται σε υψηλή τεχνολογία και συνέργειες. Μέγιστο πρόβλημα αναδεικνύεται το «brain drain» και η μετανάστευση κάθε νέας ιδέας και εφαρμογής.
Απαιτούνται καίριες μεταρρυθμίσεις χθες. Προπτυχιακά μαθήματα στα αγγλικά από όλα τα πανεπιστήμια, διεθνοποίηση με προσέλκυση επισκεπτών καθηγητών της άριστης ελληνικής διασποράς, αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας ενός εκάστου πανεπιστημίου σύμφωνα με τις ανάγκες του, αποκοπή από τον αυτοκτονικό εναγκαλισμό του υπουργείου, είναι ο δρόμος που πρέπει να βαδίσουμε.
Οι πειραματισμοί και οι περιστασιακές αλλαγές κάθε φορά που αλλάζει το προϊστάμενο προσωπικό του υπουργείου είναι πλέον αυτοκτονικές. Ενα στοχοθετημένο δεκαετές πλάνο είναι η λύση. Οι προτάσεις όλων ημών, της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δεν αποτελούν ούτε πρωτόλεια γνώση ούτε εφεύρεση του τροχού. Συναίσθηση του ρόλου μας είναι, ως δασκάλων πρωτίστως και ως «εκπαιδευτών των νέων» για τη δημιουργία μιας κοινωνίας καινοτομίας, πρωτοπορίας και ανοιχτών οριζόντων.
Η Εφη Μπάσδρα είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην πρόεδρος του ΙΚΥ