Κορυφώνεται το αίσθημα ανασφάλειας για το δημόσιο σύστημα Υγείας μετά τα συμπεράσματα νέας μελέτης που δείχνει ότι τρεις στους πέντε γιατρούς θεωρούν ότι ο τρόπος που λειτουργεί σήμερα το ΕΣΥ εγκυμονεί κινδύνους για τους ασθενείς. Εν τω μεταξύ, επιφυλακτικοί εμφανίζονται και οι ιδιώτες ιατροί σχετικά με το νέο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) – «ραχοκοκαλιά» του οποίου είναι ο οικογενειακίς ιατρός -, με αποτέλεσμα να αρνούνται στη συντριπτική τους πλειονότητα να το υποστηρίξουν.

Μάλιστα, και στην περίπτωση αυτή οι έξι στους δέκα εκτιμούν ότι το νέο σύστημα του οικογενειακού ιατρού θα οδηγήσει σε επιδείνωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, με τελικούς αποδέκτες τους ασθενείς. Τα αποκαλυπτικά αυτά ευρήματα προκύπτουν από έρευνα του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ) – που διενήργησε η εταιρεία Alco –  σε δείγμα 1.000 πολιτών, ηλικίας 25 ετών και άνω από όλη την Ελλάδα, καθώς και σε 400 γιατρούς εκ των οποίων οι μισοί εργάζονται στον δημόσιο τομέα και οι υπόλοιποι στον ιδιωτικό.

ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ. Οπως φαίνεται από τα ίδια στοιχεία, οι Ελληνες εν μέσω κρίσης βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα ακριβό, δημόσιο σύστημα Υγείας. Είναι ενδεικτικό ότι το 49% των Ελλήνων δυσκολεύεται να καλύψει τις δαπάνες για την υγεία του, ενώ τέσσερις στους δέκα (ιδίως συνταξιούχοι) επιβαρύνονται σημαντικά για να λάβουν την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή τους.

Υπό τα δεδομένα αυτά ο πρόεδρος του ΙΣΑ Γιώργος Πατούλης επεσήμανε χθες σε συνέντευξη Τύπου ότι οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες μεταφράζονται στην πράξη – τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις – στη διακοπή θεραπείας ή στην καθυστέρηση διάγνωσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και ενώ το 41% των πολιτών θεωρεί ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες Υγείας έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, το νέο σύστημα ΠΦΥ αποτελεί μία ακόμη «μελανή» σελίδα, καθώς παραμένει άγνωστο πεδίο στην πλειονότητα των πολιτών στους οποίους απευθύνεται.

ΑΠΑΣΦΑΛΙΣΗ. Κάπως έτσι το 86% των ασφαλισμένων δεν έχει κάνει εγγραφή στον οικογενειακό γιατρό. Επιπλέον, το 47% δηλώνει ότι δεν θα αλλάξει γιατρό (κατά κανόνα ιδιώτη, πρώην συμβεβλημένο με τον ΕΟΠΥΥ), γεγονός που επιβεβαιώνει τις προειδοποιήσεις των εκπροσώπων του κλάδου για σταδιακή απασφάλιση των ασφαλισμένων.

Επιπλέον, το 50% δυσπιστεί σε ό,τι αφορά το δημόσιο σύστημα Υγείας εκτιμώντας ότι για να καλύψει τις ανάγκες θα πρέπει να πληρώσει, όμως αξίζει να σημειωθεί ότι το 25% από όσους επισκέφθηκαν το τελευταίο έτος νοσοκομεία δήλωσαν ικανοποιημένοι.

Εντονη ανησυχία εκφράζει από την πλευρά του και ο ιατρικός κόσμος, με τους λειτουργούς του Ιπποκράτη που υπηρετούν τη δημόσια Υγεία να παραδέχονται ότι οι συνθήκες εργασίας έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια (64%), γεγονός που προκαλεί παρενέργειες και στις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους ασθενείς. Οι ιδιώτες γιατροί εντούτοις περιγράφουν μία εξίσου αποκαρδιωτική εικόνα, γεγονός που εξηγεί το αμείωτο ρεύμα φυγής γιατρών εκτός Ελλάδας (το λεγόμενο brain drain), με έξι στους δέκα (όπως άλλωστε και οι δημόσιο ιατροί) να διαφωνούν σχετικά με τη πολιτική στον χώρο της Υγείας τα τελευταία χρόνια.

ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. Πάντως, η κορυφή του παγόβουνου είναι το νέο σύστημα της ΠΦΥ, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το υψηλό ποσοστό των ιδιωτών ιατρών (72%) που αρνείται να συμμετάσχει σε αυτό. «Οταν το σύστημα θα χρειαστεί γιατρούς δεν θα τους βρίσκει, γιατί θα έχουν οδηγηθεί στο εξωτερικό. Ισως τότε να αναζητήσουμε και εμείς γιατρούς από τη Μέση Ανατολή» σημείωσε ο Πατούλης.

Και πρόσθεσε: «Η έρευνα αποδεικνύει την κατάρρευση του δημόσιου συστήματος Υγείας τα τελευταία δύο χρόνια εξαιτίας των αποτυχημένων και επικίνδυνων πολιτικών που ακολουθήθηκαν. Η εικόνα που αποκαλύπτεται – εικόνα ντροπής για την ελληνική κοινωνία – αποδεικνύει τις τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης που έχει οδηγήσει σε απόγνωση τόσο τους ασθενείς, που δεν μπορούν να καλύψουν τις δαπάνες για την υγεία τους, όσο και τους γιατρούς, που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν ακόμα και στα στοιχειώδη έξοδα των ιατρείων τους. Η δε περίφημη μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας αποτελεί μία ακόμα παταγώδη αποτυχία που απορρύθμισε περαιτέρω το σύστημα. Οπως αποδεικνύεται, η σημερινή κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους για τους ασθενείς και τη δημόσια υγεία».