Στα πόδια της οδού Κλάδου ξεδιπλώνεται η ιστορία 2.500 χρόνων. Διαβαίνοντάς την ο περαστικός «ξεφυλλίζει» ένα ανθολόγιο αθηναϊκής αρχιτεκτονικής: σχεδόν κάθε 10 μέτρα συναντά κι ένα διατηρητέο κτίριο. Ολα αυτά, στη σκιά της Ακρόπολης: μόλις 50 μέτρα από τη Στοά του Αττάλου και περίπου 100 μέτρα από τη Ρωμαϊκή Αγορά. Η εικόνα θα ήταν ειδυλλιακή αν η οδός Κλάδου στην Πλάκα δεν είχε μετατραπεί σήμερα σε έναν από τους θλιβερούς δρόμους της Αθήνας: αφόρητη βρωμιά και εγκατάλειψη, ανθρώπινα περιττώματα, ένα ετοιμόρροπο ερείπιο που έχει μετατραπεί σε αποθήκη κλοπιμαίων για παραβάτες του Μοναστηρακίου, εμπόριο ναρκωτικών μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, τη νύχτα, συνθέτουν ένα τριτοκοσμικό σκηνικό παρακμής. Μια ντροπή στην καρδιά τού πιο τουριστικού σημείου της Ελλάδας.
ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ. «Η οδός Κλάδου ταλαιπωρείται εδώ και χρόνια. Πριν από μισό αιώνα είχαν απαλλοτριωθεί κάποια σπίτια από το υπουργείο Πολιτισμού και έμεναν έτσι, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει εικόνα εγκατάλειψης. Την τελευταία δεκαετία φτιάχνονται τα σπίτια, καλύφθηκαν με λαμαρίνες και γύρω γύρω υπάρχουν γωνίες όπου πάνε και κάνουν τις ακαθαρσίες τους όλοι οι περαστικοί. Η βρώμα είναι αφόρητη. Υδρορρόες δεν υπάρχουν στον δρόμο, οι λαμαρίνες έχουν σκεπάσει τον δημόσιο φωτισμό, παντού είναι γεμάτο γκραφίτι και βρωμιά απίστευτη» λέει στα «ΝΕΑ» η Κατερίνα Παπαλάσκαρη, κάτοικος της περιοχής.
Οι λαμαρίνες καλύπτουν τις εργασίες που γίνονται εδώ και χρόνια στο σημείο για τη μεταστέγαση του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων, ένα φιλόδοξο και πολυαναμενόμενο πρότζεκτ που θα αναβιώσει μια γειτονιά της παλιάς Αθήνας με την ανακατασκευή αρκετών κτιρίων: ένα σύμπλεγμα σπιτιών με χαγιάτια και αυλές του 19ου και 20ού αιώνα, παράσπιτα, σοκάκια και ιστορικά κτίσματα. Δίπλα στην Αυλή των Θαυμάτων βρίσκεται η απογοητευτική εικόνα της οδού Κλάδου..
Η ΑΠΟΥΣΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ. «Πάνω στον δρόμο υπάρχει επίσης ένα κτίριο που είναι υπό κατάρρευση, για το οποίο έχει εκδοθεί εδώ και χρόνια άδεια να φτιαχτεί, χωρίς όμως να έχει γίνει καμία ενέργεια» συνεχίζει η Κατερίνα Παπαλάσκαρη. «Εχω πάει στην Πολεοδομία, έχω ξαναπάει στην Πολεοδομία, πήγα στην Αστυνομία, τους έδειξα βίντεο που τράβηξα στο οποίο φαίνεται ότι στο υπό κατάρρευση κτίριο γίνεται εμπόριο ναρκωτικών και ότι αυτό έχει μετατραπεί σε χώρο φύλαξης κλοπιμαίων από αλλοδαπούς. Εδώ κάνουν χρήση έξω από την πόρτα μου… Ρωτώντας απελπισμένη έπειτα από πολλές φορές στην Αστυνομία “πού αλλού πρέπει να πάω επιτέλους για να γίνει κάτι;”, μου απάντησαν ειρωνικά “στον Πάπα”».
Σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής, η Αστυνομία δεν περιπολεί και όταν βρίσκεται εκεί δεν παρεμβαίνει. «Με τα πολλά απευθύνθηκα στην Ασφάλεια στο Κουκάκι και μου είπαν “κυρία μου, να μας ειδοποιείτε τη στιγμή που βλέπετε κάτι”. Μα μέχρι να έρθουν, θα έχουν φύγει οι άλλοι… Είναι τραγική η κατάσταση» συνεχίζει η Παπαλάσκαρη. «Εχω πάει σε όλες τις υπηρεσίες και οι μόνοι που μου απάντησαν ήταν το Υγειονομικό, οι οποίοι έκαναν αυτοψία και μου έδωσαν ένα έγγραφο που λέει ότι το ετοιμόρροπο κτίριο είναι εστία μολύνσεως. Διότι είναι και επικίνδυνο για όποιον περνά από κάτω – έχει πέσει τελείως και έχει μείνει μόνο η πρόσοψη – και φοβερά ακάθαρτο. Κανονικά θα έπρεπε η Πολεοδομία να παρέμβει – κάποιοι πήραν μια άδεια και δεν έκαναν τίποτα…».
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Θα περίμενε κάποιος περισσότερη ευαισθησία για έναν δρόμο που έχει ζήσει μερικά από τα σπουδαιότερα γεγονότα της ελληνικής Ιστορίας.
Στην οδό Κλάδου βρίσκεται η οικία Δραγούμη, ένα νεοκλασικό που οικοδομήθηκε το 1835 για λογαριασμό του Νικόλαου Δραγούμη, ενός ανθρώπου που έλαβε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση, υπήρξε υπουργός Εξωτερικών επί Οθωνα και εκδότης του περιοδικού «Πανδώρα», το οποίο διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη της ελληνικής πεζογραφίας. Ηταν ο πατέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη και παππούς του Ιωνα και της Ναταλίας Δραγούμη, συζύγου του Παύλου Μελά.
Η Κατερίνα Παπαλάσκαρη κατοικεί σε ένα κτίριο το οποίο επί 50 χρόνια, από το 1920 ώς το 1970, ήταν σχολείο. «Πλέον έχει εξευτελιστεί τελείως η αξία του κέντρου με την κατάσταση που επικρατεί. Την ίδια στιγμή καλούμαστε να πληρώσουμε ένα υπέρογκο ποσό για ΕΝΦΙΑ, το οποίο δεν αντιστοιχεί στην πραγματική αξία της γειτονιάς. Μας έχουν βάλει αντικειμενική τιμή του δρόμου 3.300 ευρώ – ενώ η Αδριανού έχει 1.600 ευρώ -, δηλαδή 1.000 ευρώ περισσότερα από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου σ’ έναν δρόμο όπου πλέον δεν μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος έτσι όπως έχει καταντήσει. Είπα στο υπουργείο Οικονομικών ότι θα κινηθώ δικαστικά, δεν μπορώ να δώσω 6.000 ευρώ για έναν δρόμο που δεν έχει ούτε υδρορρόες ούτε καθαριότητα ούτε κανείς από τον δήμο ασχολείται να κόψει ένα ξερό δέντρο που έχει πέσει εδώ και δύο χρόνια» λέει.
Η οργή πολλαπλασιάζεται αν σκεφτεί κανείς ότι η γειτονιά αυτή αντανακλά την ιστορία της πόλης: εκεί λειτούργησε η αρχαία αγορά, εκεί χτυπούσε η καρδιά της Αθήνας κατά την Τουρκοκρατία, εκεί βρίσκεται ακόμη το εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου όπου έψαλλε ο Παπαδιαμάντης αλλά και το σπίτι όπου φιλοξενήθηκε ο λόρδος Ελγιν και όπου, όπως λέγεται, συσκευάστηκαν τα Γλυπτά πριν από το ταξίδι τους για το Λονδίνο. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της πολιτείας επιβάλλεται να ξαναδούν με άλλο μάτι το ιστορικό κέντρο. Η ανάγκη να κοιτάξουμε λίγο πέρα από τη βιτρίνα επείγει…