ο ερώτημα που θέτει ο Ντέιβιντ Χέαρ μέσα από τον «Φεγγίτη» μπορεί να μην είναι καινούργιο, ωστόσο αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς (και φθοράς) ανάμεσα στους ανθρώπους. Kι είναι απλό και συγχρόνως καθοριστικό: κατά πόσο το κοινό κοινωνικό και ιδεολογικό υπόβαθρο καθώς και οι πολιτικές απόψεις καθορίζουν τη διάρκεια και την επιβίωση μιας σχέσης. Κι αν τελικά ο έρωτας μπορεί να τα νικήσει όλα…
Ο «Φεγγίτης» («Skylight») έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο το 1995 με το Εθνικό Θέατρο και στη συνέχεια παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στο West End και στο Broadway. Στο «βιογραφικό» του έργου καταγράφονται ένα βραβείο Olivier καλύτερου έργου (1996) και ένα Tony καλύτερης παράστασης μόλις το 2015 – το έργο ανέβασε το 2014 ο Στίβεν Ντάλντρι (Stephen Daldry). Με τον τίτλο «Γυάλινος ουρανός» ο Τάκης Βουτέρης και η Αννίτα Δεκαβάλλα πρωτοπαρουσίασαν το θεατρικό του Χέαρ στην Ελλάδα, στο Θέατρο Εξαρχείων (1996-1997).
Ο βρετανός θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης σερ Ντέιβιντ Χέαρ (sir David Hear, 1947) έχει στο ενεργητικό του πάνω από τριάντα θεατρικά έργα, ενώ η κινηματογραφική του καριέρα περιλαμβάνει δύο υποψηφιότητες για Οσκαρ σεναρίου, στις «Ωρες» και στα «Σφραγισμένα χείλη». Είναι ο ίδιος που έγραψε το σενάριο για την ταινία με τον Ραλφ Φάινς, για την εποχή που ο Νουρέγεφ αυτομόλησε στη Δύση (η ταινία θα βγει στις αίθουσες το 2019).
Στο Εμπορικόν ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έστησε έναν κόσμο ρεαλιστικό, όπως ρεαλιστικό είναι και το έργο. Ολη η δράση εξελίσσεται μέσα στο λειτουργικό σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή, δίνοντας εξαρχής το στίγμα της ηρωίδας, μέσα κι έξω.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. Εραστές για έξι χρόνια, η Κίρα και ο Τομ χώρισαν όταν τους ανακάλυψε η γυναίκα του. Τώρα που εκείνη πέθανε, ο Τομ επιστρέφει. Μόνο που έχουν αλλάξει πολλά. Εκείνος παραμένει ο επιτυχημένος και ευκατάστατος επιχειρηματίας, ενώ εκείνη έχει επιλέξει να γίνει δασκάλα σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Λονδίνου. Οι δουλειές τους καθρεφτίζουν τους ίδιους.
Εκ πρώτης όψεως οι ήρωες είναι πρόσωπα οικεία που βιώνουν συνηθισμένες καταστάσεις. Ωστόσο ο τρόπος που ο Χέαρ πραγματεύεται το θέμα του δίνει στο έργο μια ευρύτητα, που ξεπερνά τα όρια του τέλους μιας σχέσης. Ο Τομ και η Κίρα, μέσα από το προσωπικό, σχεδόν οικογενειακό που τους ενώνει, μετατρέπονται σε σύμβολα – χωρίς να χάνουν τις ευαισθησίες τους. Τους ενώνει το παρελθόν, τους χωρίζει το παρόν. Η επανασύνδεση στην οποία προσβλέπει ο Εντουαρντ, ο γιος του Τομ – εμφανίζεται στην αρχή και στο τέλος του έργου -, αποδεικνύεται εξωπραγματική.
Ο σκηνοθέτης, έχοντας στα χέρια του τον σύγχρονο και καθαρό λόγο της μετάφρασης της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, ακολουθεί το έργο. Κι έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο καθοδηγεί τους δύο ήρωες, δίνοντας έμφαση στο συναίσθημα, ενώ την ίδια στιγμή η πραγματικότητα «μπλοκάρει» τη σχέση τους.
Ο Δημήτρης Καταλειφός, σε έναν κόντρα ρόλο, οδηγεί τον Τομ στη σταδιακή πτώση του, κρύβοντας με μαεστρία την ήττα του – όπως κάθε επιτυχημένος άνδρας που χάνει. Η Λουκία Μιχαλοπούλου παίζει με όπλο την αλήθεια της, εκφραστική και ουσιαστική. Ενδιαφέρουσα η παρουσία του Μιχάλη Πανάδη. Είναι ο γιος που με την ερμηνεία του προσδίδει στην παράσταση την απαραίτητη νότα αισιοδοξίας και φρεσκάδας.
Τα μαγικά της Σμαράγδας Καρύδη
Από την προσεχή Πέμπτη θα είναι η Κατίνα στις «Μάγισσες της Σμύρνης» της Μάρας Μεϊμαρίδη που ανεβάζει ο Σταμάτης Φασουλής στο θέατρο Παλλάς. Η Σμαράγδα Καρύδη θα υποδυθεί την πονηρή και καπάτσα Σμυρνιά που μυείται στον κόσμο της μαγείας και καταφέρνει να ανέβει ψηλά. Για τις ανάγκες του ρόλου έγινε μελαχρινή κι έμαθε για ερωτικά φίλτρα και άλλα μαγικά κόλπα. H κόρη του Ντίνου Καρύδη και της Τζούλιας Αργυροπούλου μεγάλωσε μέσα στον χώρο του θεάτρου και στα κινηματογραφικά πλατό. Παιδί της Δραματικής Σχολής του Εθνικού, ξεκίνησε την πορεία της όπως όλοι οι ηθοποιοί της γενιάς της: Πρώτα στο σανίδι, με ρόλους μικρούς που ωστόσο της επέτρεψαν να ξεχωρίσει, και αντίστοιχους τηλεοπτικούς, ξεκινώντας από τη σειρά «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» – από κοντά και το σινεμά.

Με το «Παρά 5» απογειώθηκε. Μεταμορφώθηκε σε μια κωμική ηθοποιό, περνώντας το απαραίτητο στάδιο της ταύτισής της με τον ρόλο, κι ας μην ήταν η πρώτη επιλογή του Γιώργου Καπουτζίδη, που είχε προτείνει στην Κάτια Δανδουλάκη να τον αναλάβει. «Για καλή μου τύχη», όπως έχει πει η Σμαράγδα Καρύδη, η Ντάλια πήρε τη δική της μορφή, μια μορφή που η ίδια η ηθοποιός έπλασε για την ηρωίδα της. Της έδωσε μια γοητευτική αφέλεια και πολύ γρήγορα, ήδη από το δεύτερο επεισόδιο, ο σεναριογράφος έγραφε πάνω της. Η «χαζή ξανθιά» κέρδισε. Η διάθεσή της να μεταμορφώνεται, να παίζει με την εικόνα της, να μην περιορίζεται σε ρόλους ωραίας και μόνο, αποδείχτηκε σοφή. Μάλλον θέλει μυαλό για να παίξεις καλά τη χαζή.

Επί χρόνια θεατρικό ζευγάρι με τον Θοδωρή Αθερίδη, η Καρύδη ήξερε πότε να φεύγει και πότε είναι η σωστή ώρα για το επόμενο βήμα. Κι αυτό κάνει με τον τρόπο της – όπως όταν χρειάστηκε να δουλέψει σκληρά για να γίνει η Ρόξι Χαρτ στο «Σικάγο» και μετά στο επόμενο μιούζικαλ – το «Sweet Charity». Ισως τελικά να χρειάζεται να μην παίρνεις και πολύ στα σοβαρά τον εαυτό σου, για να μπορείς να κάνεις τις σωστές επιλογές και να διαγράφεις τη δική σου πορεία. Και η Σμαράγδα Καρύδη δείχνει να μην έχει το άγχος της καριέρας. Απαλλαγμένη από σοβαροφάνειες και με κριτήριο την προσωπική της ισορροπία, σαν να έχει βρει τα δικά της «μαγικά».