Η ίδια το διατύπωσε ωραία: «Το όνομά μου δεν είναι Τζέιν Ντο, είμαι όμως η Τζέιν Ντο». Σαν να λέμε η Τάδε. Η Δείνα. Ή και η Καμία. Η Τζέιν ήταν 17 χρόνων όταν εγκατέλειψε το σπίτι και την πατρίδα της, κάπου στην Κεντρική Αμερική, λόγω της σωματικής κακοποίησης που υφίστατο από τους γονείς της. Ηθελε «ένα καλύτερο μέλλον», μια ευκαιρία να γίνει «αυτή που μπορώ να γίνω», και την αναζήτησε στις ΗΠΑ, κάνοντας ένα επικίνδυνο ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων και περνώντας παράνομα, τον Σεπτέμβριο του 2017, τα σύνορα με το Μεξικό. Ως ασυνόδευτη ανήλικη, τέθηκε υπό την κηδεμονία της Υπηρεσίας Επανεγκατάστασης Προσφύγων (ORR), μονάδας του αμερικανικού υπουργείου Υγείας, και στάλθηκε σε ένα κέντρο φιλοξενίας στην Κοιλάδα του Ρίο Γκράντε. Εκεί ήταν που ανακάλυψε ότι είναι έγκυος.

Η Τζέιν ενημέρωσε αμέσως το προσωπικό ότι ήθελε να προχωρήσει σε άμβλωση. Το κέντρο ειδοποίησε με τη σειρά του την ORR. Ο άνθρωπος τον οποίο έχει τοποθετήσει ο Ντόναλντ Τραμπ επικεφαλής της τελευταίας, ο Σκοτ Λόιντ, είναι φανατικός πολέμιος των αμβλώσεων. Πιστεύει ακράδαντα πως η υπηρεσία του δεν μπορεί να συμμετέχει «στην καταστροφή της ζωής ενός αγέννητου παιδιού». Βάσει λοιπόν των οδηγιών του, η Τζέιν υποχρεώθηκε να δεχθεί συμβουλευτική σε ένα άλλο «κέντρο αντιμετώπισης κρίσεων εγκυμοσύνης», από αυτά που προσεύχονται για σένα, χωρίς να τους το ζητήσεις, και σε βάζουν να δεις υπερηχογραφήματα που δεν χρειαζόταν να βγάλεις. Ανθρωποι που η 17χρονη δεν γνώριζε προσπαθούσαν να την κάνουν να αλλάξει γνώμη.

Υπάρχει όμως ο νόμος. Και ο νόμος στο Τέξας προβλέπει ότι μία ανήλικη που επιθυμεί να υποβληθεί σε άμβλωση πρέπει να εξασφαλίσει είτε γονική συναίνεση είτε «δικαστική παράκαμψη» αυτής. Το δικαστήριο όρισε στην Τζέιν δικαστική συμπαραστάτρια τη Ροσέλ Γκάρτζα, μία νεαρή δικηγόρο ειδικευμένη στο μεταναστευτικό και οικογενειακό δίκαιο. Η τελευταία δήλωσε πρόσφατα στην αμερικανική Γερουσία πως δεν θα ξεχάσει ποτέ την ημέρα που γνώρισε την Τζέιν. «Εδειχνε μικρότερη από 17, ίσως γιατί είναι μικροσκοπική. Σύντομα κατάλαβα όμως ότι ούτε η φωνή ούτε η αποφασιστικότητά της είναι μικροσκοπική».

Στις 25 Σεπτεμβρίου του 2017, η Τζέιν εξασφάλισε τη «δικαστική παράκαμψη» που την απάλλασσε από την υποχρέωση γονικής συναίνεσης. Βαδίζοντας σύμφωνα με τον νόμο, η δικαστική συμπαραστάτριά της προγραμμάτισε δύο ραντεβού, το ένα στις 27 του μήνα, ώστε να δεχθεί συμβουλευτική, και το δεύτερο στις 29, ώστε να προχωρήσει στην άμβλωση – η οποία θα καλύπτονταν από ιδιωτική, μη κυβερνητική πηγή. Οταν προσπάθησε ωστόσο να διευθετήσει με το κέντρο φιλοξενίας τη μεταφορά της Τζέιν στην κλινική, διαπίστωσε πως είχε μπει στη μέση το υπουργείο Δικαιοσύνης – που την απαγόρευσε. Τα όσα ακολούθησαν, η Ροσέλ Γκάρτζα τα περιέγραψε ως «ξεκάθαρη παιδική κακοποίηση».

Το προσωπικό του κέντρου άρχισε να πιέζει την Τζέιν να τηλεφωνήσει στη μητέρα της και να της πει τι συνέβαινε. Και κατέληξαν να το κάνουν οι ίδιοι, παρότι τους αποκάλυψε πως όταν είχε μείνει έγκυος η μεγαλύτερη αδελφή της, οι γονείς την ξυλοκόπησαν τόσο άγρια που απέβαλε επιτόπου, και έδειραν και την ίδια όταν προσπάθησε να παρέμβει. Εργαζόμενοι στο κέντρο επέμεναν να την υποβάλλουν και να της δείχνουν αχρείαστα υπερηχογραφήματα και να τη ρωτούν τι όνομα σκόπευε να δώσει στο παιδί της. Αλλά εκείνη δεν υποχωρούσε. Και τελικά παρενέβη υπέρ της η Αμερικανική Ενωση Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU), προσφεύγοντας σε ομοσπονδιακό δικαστήριο.

Το δικαστήριο γνωμοδότησε υπέρ της Τζέιν. Η κυβέρνηση Τραμπ άσκησε έφεση. Ο δικαστής του τριμελούς ομοσπονδιακού εφετείου που πρώτος κλήθηκε να κρίνει ζήτησε να καθυστερήσει και άλλο η διαδικασία, να ψάξουν και άλλο για ανάδοχο της Τζέιν, κάποιον στις ΗΠΑ, συγγενή συνήθως, που να δεχθεί να την αναλάβει, παρότι έψαχναν ήδη έξι εβδομάδες και η Τζέιν πλησίαζε επικίνδυνα το όριο των 20 εβδομάδων που ορίζει η νομοθεσία στο Τέξας για τις αμβλώσεις. Η ACLU ζήτησε από την ολομέλεια του εφετείου να ανατρέψει την απόφασή του. Και έτσι έγινε. Αλλά ο δικαστής που είχε αρχικά διαφωνήσει εξέφρασε και πάλι γραπτώς τη διαφωνία του, κατηγόρησε τους συναδέλφους του πως κάνουν «μεγάλο λάθος» και επιτρέπουν σε «παράνομες ανήλικες μετανάστριες» «άμεσες αμβλώσεις κατά παραγγελία».

Αυτός ο δικαστής, o Μπρετ Κάβανο, ορκίστηκε το Σάββατο στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, έναν θεσμό που επηρεάζει με τις αποφάσεις του πολύ πέραν των ΗΠΑ, γέρνοντας οριστικά, για το εγγύς μέλλον τουλάχιστον, την πλάστιγγα υπέρ των συντηρητικών. Η θύελλα που πυροδότησε η κατάθεση της Κριστίν Μπλέιζι Φορντ, οι καταγγελίες της ότι ο Κάβανο την είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά πριν από 30 χρόνια, επισκίασαν όλα τα υπόλοιπα. Το #metoo κατέλαβε τη συζήτηση. Η ιστορία της Τζέιν Ντο έγινε μια υποσημείωση. Και όσοι θεωρούσαν εξαρχής πως αυτή είναι η ουσία, τώρα φοβούνται ακόμη περισσότερο.