Οι ιδέες της λεγόμενης δημοκρατικής Αριστεράς για χρόνια είχαν αιχμαλωτίσει τις καρδιές και τις προσδοκίες μεγάλου μέρους όχι μόνο των καθαρά εργατικών στρωμάτων αλλά και πολλών πολιτών που άνηκαν στη μεσαία τάξη αλλά προσέβλεπαν σε μια κοινωνία αρμονικής συνεργασίας και μεγαλύτερης ανθρωπιάς. Μαζί με τις εμπειρίες του Εμφυλίου και κυρίως των διώξεων που ακολούθησαν ανάμεσα σε συγγενείς και γνωστούς ανέβηκε η αποδοχή της Κεντροαριστεράς σε πολύ υψηλά επίπεδα. Συνέβαλε σ’ αυτό και η πολιτικά πρωτόγονη συμπεριφορά του συντηρητικού χώρου, που δεν έδωσε ποτέ σημασία στην κοινωνική ανάλυση των πραγματικών δεδομένων και σε κάποιας μορφής ιδεολογική πάλη.
Η εποχή όμως άρχισε να αλλάζει. Σε ολόκληρη την Ευρώπη οι κοινωνικές δομές συγκλονίσθηκαν, τα εργατικά στρώματα μετέβαλαν κατεύθυνση, ενδιαφέροντα και προσανατολισμούς. Εννοιες όπως αλληλεγγύη, αλτρουισμός, εργατικό κίνημα, μαζική κινητοποίηση και διεκδίκηση κοινών στόχων έχασαν την ελκυστικότητα που ασκούσαν κατά το παρελθόν. Αντίπαλος έπαψε να είναι ο μεγαλοκαρχαρίας καπιταλιστής που δεν ήταν πια ευδιάκριτος. Ολοι ήθελαν να ανεβούν σε μια οικονομία ευκαιριών παρά να ενταχθούν σε κινηματικά σχήματα που επεδίωκαν απλά καλυτέρευση της υπάρχουσας κατάστασης. (Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει πρόσφατη ταινία του Μάικλ Κέιν, «My Generation», που απεικονίζει αυτές τις αλλαγές). Οι απροσάρμοστοι έμεναν απλά πίσω. Την ευθύνη έφεραν ορισμένες βολεμένες κοινωνικές ελίτ που δεν αφουγκράζονταν τις εύλογες ανησυχίες «του λαού» και βέβαια αργότερα οι ασίγαστες ροές μουσουλμάνων κυρίως μεταναστών που πριόνιζαν το κράτος των κοινωνικών παροχών στο οποίο είχαν όλοι συνηθίσει να ζουν. Και πολύ πάνω από όλα αυτά η καταραμένη παγκοσμιοποίηση που επέτρεπε στους χθεσινούς περιθωριακούς του τρίτου κόσμου να κατακλύζουν με τα φτηνά τους προϊόντα τις δυτικές αγορές οδηγώντας τους γηγενείς στην ένδεια και την ανεργία. Στην Ελλάδα ιδιαίτερα, της εξάρτησης από τις γενναιόδωρες χειρονομίες του Δημοσίου και στον ιδιωτικό τομέα ακόμα, το απότομο τέλος των δανεικών μαζί με τη σφαγή των κρατικών παροχών λόγω Μνημονίων αύξησε τα φαινόμενα αποστασιοποίησης από την παραδοσιακή πολιτική σκηνή. Ιδιαίτερα από τους κομματικούς φορείς της Κεντροαριστεράς που με βάση την ελληνική πολιτική παράδοση – που έχει ταυτίσει την προσήλωση στη δημοκρατία με την προσδοκία παροχών – δεν έχουν τίποτα να υποσχεθούν ή να «δώσουν» στους εκλογείς τους.
Ποια είναι η απόκριση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας; Πώς προτίθεται να χειρισθεί ζητήματα όπως ο κλονισμός του παραδοσιακού κοινωνικού κράτους, η έλλειψη πόρων για γενναίες ενισχύσεις των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, η έλλειψη τεχνογνωσίας μεγάλων στρωμάτων του άνεργου πληθυσμού; Ποια θέση θα υιοθετήσει απέναντι στο ζήτημα της μαζικής μετανάστευσης μουσουλμανικών πληθυσμών της Ασίας και της Αφρικής, που καμιά σχέση δεν έχουν με προσφυγιά ή διαφυγή από εμπόλεμες ζώνες; Σε τελευταία ανάλυση η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα θα πρέπει να σταματήσει την ενδοσκόπηση και να αντικρίσει τις κοινωνικές πραγματικότητες κατάματα. Εχει να αντιπαλέψει με τα άκρα από τη μια πλευρά και με τον λαϊκισμό από την άλλη. Η εγκατάλειψη δογματικών αναφορών σε συνθήματα του παρελθόντος είναι παραπάνω από απαραίτητη. Δεν δείχνει όμως να ξεφεύγει μέχρι τώρα από τις πολιτικές συνήθειες και πρακτικές του παρελθόντος. Με τον τρόπο αυτόν όμως το μέλλον της δεν φαντάζει ιδιαίτερα αισιόδοξο.