Μετρώ με τα δάχτυλα. Και υπολογίζω ότι από την Κατοχή μέχρι τα πρώτα παιδικά μου χρόνια είχε μεσολαβήσει τόσο διάστημα όσο από τότε που γυρίστηκαν κάποια σίριαλ, που τώρα βλέπω τις μεταμεσονύχτιες ώρες σε επανάληψη στο Mega, μέχρι σήμερα. Το «Λόγω τιμής» για παράδειγμα. Δηλαδή, μια ανάσα χρόνος. Μεγάλωσα λοιπόν με ιστορίες από την Κατοχή. Και τον μπαμπούλα της επαναφοράς της αν δεν έτρωγα όλο μου το φαγητό. Φοβέρες και απειλές διανθισμένες με αφηγήσεις για παιδιά που ξεψυχούσαν στον δρόμο φωνάζοντας «πεινάω». Το ξέρω, δεν είναι αυτή η καλύτερη μέθοδος για να συνετίσεις ένα ανήλικο, αλλά, εκ των υστέρων, ευγνωμονώ τη γιαγιά μου και τη μαμά μου που, έστω κι έτσι, καλλιέργησαν εντός μου τον σπόρο της ενσυναίσθησης.
Τα καταφύγια υπήρχαν συχνά σε αυτές τις διηγήσεις (που κάποιες υποψιαζόμουν από τότε ότι ήταν φανταστικές και επιστρατεύονταν για να προσδώσουν δραματικότητα). Η ιστορία ξεκινούσε με τον εφιαλτικό ήχο της σειρήνας που έδινε το σύνθημα για να τρέξουν να κρυφτούν οι πολίτες. Και συνεχιζόταν με το πώς περνούσαν αυτές τις ώρες άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους που οι καταστάσεις επέβαλαν να στριμωχτούν για ένα διάστημα στον ίδιο μικρό χώρο. Σαν να θυμάμαι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις μού έλεγαν με μισόλογα για κάποιους νεανικούς έρωτες που γεννήθηκαν εκεί μέσα και, μετά την Απελευθέρωση, κατέληξαν σε γάμο. Μετά μεγάλωσα, οι αναφορές στην Κατοχή με συγκινούσαν χωρίς πλέον να με τρομάζουν και κάποιες από αυτές τις ιστορίες των καταφυγίων νόμιζα ότι ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Οτι δεν υπήρχαν καν καταφύγια. Ή, τουλάχιστον, τόσα όσα νόμιζα.
Ετσι σήμερα η έρευνα του Κωνσταντίνου Κυρίμη για τα καταφύγια της Αθήνας με συμφιλιώνει με τους μύθους της παιδικής μου ηλικίας. Και αν ζούσε η γιαγιά μου ή η μητέρα μου δεν είχε βγει εκτός τροχιάς της πραγματικότητας, θα τους ζητούσα να μου διηγηθούν ξανά εκείνες τις κατοχικές ιστορίες.