Εντεκα χρόνια κορόιδευαν τους μετόχους «μαγειρεύοντας» τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας. Τουλάχιστον από το 2007 η διοίκηση της FFG μεθόδευε και σχεδίαζε την εξαπάτηση του επενδυτικού κοινού, όπως αναφέρει το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο αποφασίστηκε η δέσμευση των λογαριασμών των μελών της οικογένειας Κουτσολιούτσου και των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Folli Follie.

To βούλευμα με την απόφαση δέσμευσης, η οποία ελήφθη από το δικαστικό συμβούλιο με βάση πρόταση του οικονομικού εισαγγελέα Ιωάννη Δραγάτση που ερευνά το σκάνδαλο της Folli Follie, αναφέρει ότι από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε «συνάγεται ότι πρόκειται για μεθοδευμένη και σχεδιασμένη – τουλάχιστον από το 2007 – εξαπάτηση των επενδυτών που εμπιστεύθηκαν την ειλικρίνεια των δημοσιευμένων ισολογισμών της εταιρείας, προχώρησαν σε αγορά μετοχών της και σήμερα έχουν καταγράψει τεράστια οικονομική ζημιά αφού η τιμή της μετοχής μετά την αποκάλυψη της απάτης έχει υποστεί οικονομική απαξίωση».

ΠΑΡΑΠΛΑΝΟΥΣΕ. Μάλιστα, με το μέχρι σήμερα διαθέσιμο υλικό της προκαταρκτικής εξέτασης, που προέρχεται τόσο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όσο και από το προσωρινό πόρισμα της ανεξάρτητης ελεγκτικής εταιρείας, «υπάρχουν πολύ σοβαρές ενδείξεις ότι η εταιρεία όχι μόνο για το 2017, αλλά με μεγάλη βεβαιότητα επί σειρά ετών, δηλαδή κατ’ εξακολούθηση, δημοσιοποιούσε ανακριβείς οικονομικές καταστάσεις διογκώνοντας και τον κύκλο των πωλήσεών της, και τα κέρδη της, και τα ταμειακά της διαθέσιμα, δημιουργώντας συστηματικά μάλιστα στους επενδυτές αλλά και στις εποπτικές Αρχές μια παραπλανητική εικόνα για τις πραγματικές δυνατότητές της στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό».

Επιπλέον, όπως αναφέρεται, δεν είναι δε τυχαίο το γεγονός ότι από τον έλεγχο των χρηματιστηριακών συναλλαγών των μελών του διοικητικού συμβουλίου προκύπτει ότι στις 5 Σεπτεμβρίου 2017 ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος είχε προχωρήσει σε πώληση 1.150.000 μετοχών της εταιρείας Folli Follie, συνολικής αξίας 23 εκατομμυρίων ευρώ, ενέργεια που από μόνη της εκτιμάται ότι είναι ικανή να βλάψει το επενδυτικό κοινό. «Συνιστά χειραγώγηση πέραν της απατηλής σύνταξης των οικονομικών καταστάσεων που παραπλάνησαν σωρεία επενδυτών, οι οποίοι προχώρησαν σε αγορά μετοχών και στη συνέχεια, μετά την αποκάλυψη του οικονομικού σκανδάλου και του πανικού που ακολούθησε, ρευστοποίησαν τις μετοχές καταγράφοντας ζημιά χιλιάδων ευρώ» αναφέρει το βούλευμα.

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ. Είναι ενδεικτικό επίσης ότι ο οικονομικός εισαγγελέας περιλαμβάνει στην πρότασή του, η οποία υιοθετήθηκε από το δικαστικό συμβούλιο, την κατάθεση υψηλόβαθμου στελέχους της  Διεύθυνσης Εισηγμένων Εταιρειών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως «η εταιρεία “έκτιζε” από το 2007, και πιθανότατα και προγενέστερα, ψευδείς ισολογισμούς μεταφέροντας ψευδή κέρδη, ψευδή ταμειακά διαθέσιμα, εικονικές πωλήσεις και ψευδή αποθέματα».

Ο μάρτυρας αναφέρει επίσης ότι με βάση το πόρισμα της Alvarez & Marsal ήδη η Επιτροπή ξεκίνησε έρευνα και για τις χρήσεις προ του 2016. «Η Α&Μ εντόπισε τρεις περιόδους και μεθόδους καταχώρισης εικονικών συναλλαγών. Η πρώτη την περίοδο 2015-2017, η οποία αναφέρεται ως “άμεσες εικονικές συναλλαγές”, η δεύτερη αφορά την περίοδο 2007-2015, η οποία αναφέρεται ως “έμμεσες εικονικές συναλλαγές”, και η τρίτη πιστεύεται ότι αποτελεί πρακτική που υιοθετήθηκε μεταξύ του 2001-2015 και κατά την οποία υπάλληλοι της FF Group Asia αναφέρονταν ως “MerryGoRound”» και είχε στόχο την προσαύξηση των εσόδων και των κερδών της εταιρείας. Σε ερώτηση για το πόσα περίπου χρόνια κατά την αξιολόγηση του μάρτυρα «κτιζόταν» ο ενοποιημένος ισολογισμός της FFG  με ψευδή στοιχεία για αδιανέμητα κέρδη, ταμειακά διαθέσιμα, πωλήσεις και αποθέματα, ο μάρτυρας ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η αξιολόγηση των ευρημάτων της Α&Μ εκτιμά «ότι θα οδηγήσει, από εποπτικής άποψης, στη διαπίστωση ότι οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας για σειρά ετών δεν ήταν ορθές, αλλά αντιθέτως ψευδείς και παραπλανητικές».

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ. Και ενώ η προκαταρκτική έρευνα από την πλευρά του οικονομικού εισαγγελέα προχωρεί με εντατικούς ρυθμούς, μεγάλη καθυστέρηση εκτιμάται ότι υπάρχει αναφορικά με την κατάθεση στον οικονομικό εισαγγελέα του πορίσματος ελέγχου που πραγματοποιεί η ΕΛΤΕ (Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων) και θα έπρεπε να είχε παραδοθεί την περασμένη εβδομάδα. Μάλιστα, δικαστικοί κύκλοι χαρακτήριζαν την καθυστέρηση αυτή αδικαιολόγητη, τονίζοντας ότι είναι απαράδεκτο για ένα θέμα το οποίο εγείρει ζητήματα δημοσίου συμφέροντος η προκαταρκτική διαδικασία να προπορεύεται των οικονομικών ελέγχων.