«Το σπίτι που έκτισε ο Τζακ» (The house that Jack built, Δανία / Γαλλία / Γερμανία / Σουηδία, 2018). Το γεγονός της εβδομάδας, φυσικά, η τελευταία ταινία του Λαρς φον Τρίερ, η οποία στην επίσημη πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ των Καννών τον περασμένο Μάιο ανάγκασε πολλούς θεατές να την εγκαταλείψουν στη μέση. Τους καταλαβαίνω, αν και προσωπικά δεν ένιωσα έτσι· όλως περιέργως η απωθητική αυτή ταινία κατάφερε να με διατηρήσει στη θέση μου ώς το τέλος. Κανείς εξάλλου δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι ο πονηρός Δανός είναι σπουδαίος κινηματογραφιστής.

Είναι όμως και ένας άνευ προηγουμένου σαδιστής, νιώθεις ότι σχεδόν ηδονίζεται βγάζοντας στην επιφάνεια τις φοβίες του, ενδεχομένως και τις δικές μας, όπως συμβαίνει στην τελευταία ταινία του. Ο κατά συρροήν δολοφόνος της ταινίας, ο Τζακ (Ματ Ντίλον), είμαστε όλοι εμείς, σαν να λέει ο Τρίερ. Το κακό βρίσκεται μέσα σε όλους μας, όλοι μπορούμε να γίνουμε δολοφόνοι. Και αυτό μας φοβίζει.

Βέβαια, ο Τζακ είναι ένας πολύ ιδιαίτερος δολοφόνος. Είναι πνευματώδης, τρομερά καλλιεργημένος, ιδιοφυής. Αναφέρεται στον ποιητή Γουίλιαμ Μπλέικ και του αρέσει να αναλύει τη μουσική του επίσης ιδιοφυούς πιανίστα Γκλεν Γκουλντ, ανοίγει κουβέντα με τα υποψήφια θύματά του, τα μειώνει προβάλλοντας την ανωτερότητά του. Και φυσικά έρχονται οι σκηνές των φόνων, ο ένας πιο εφιαλτικός από τον άλλο, στην αρχή το τσάκισμα ενός προσώπου με σίδερο, αργότερα ένα πτώμα που σέρνεται με το αυτοκίνητο, στήθη κομμένα με νυστέρι (μαρκαρισμένα με τον μαρκαδόρο) καταλήγουν σε παρμπρίζ αυτοκινήτων ή μετατρέπονται σε πορτοφόλια του Τζακ. Το διαστροφικό χιούμορ του Τρίερ στην καλύτερή του.

Αλλά προς τι όλος αυτός ο εφιάλτης; Για ποιον λόγο να γίνει μια τόσο ενδελεχής μελέτη ενός ευφυούς serial killer; Δεν βρήκα την απάντηση. Αυτό που είδα με τη φαντασία μου είναι έναν σκηνοθέτη να χαμογελά πονηρά και να τρίβει τα χεράκια του με ικανοποίηση γνωρίζοντας πόσο ενοχλητικός, πόσο δυσάρεστος, πόσο αποτρόπαιος, πόσο εμετικός μπορεί να γίνει. Και σε αυτό λέω όχι. Να ‘σαι καλά, Λαρς, αλλά δεν θα πάρω, ευχαριστώ.

«Αδελφικοί εχθροί» (Frères ennemis, Γαλλία / Βέλγιο, 2018). Γυρισμένη με μπρίο στις κακόφημες συνοικίες των παρυφών ενός κάθε άλλο παρά ειδυλλιακού Παρισιού, εκεί όπου δεν θα βρούμε ποτέ τουρίστες να κόβουν βόλτες, η ταινία του Νταβίντ Ολχόφεν (σκηνοθέτης της θαυμάσιας ταινίας «Μακριά από τους ανθρώπους») ακολουθεί την παράδοση του αρχετυπικού γαλλικού νουάρ και εστιάζει στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν κακοποιό (Ματίας Σόναρτς) και τον αστυνομικό που λαμβάνει μέρος στην καταδίωξή του (Ρεντά Κατέμπ). Ξεφεύγοντας από το πρώτο επίπεδο της καλοφτιαγμένης αστυνομικής περιπέτειας, η ταινία αναμειγνύει στο μίξερ της ζητήματα φιλίας, προδοσίας, ενοχών και εκδίκησης καθώς και οι δύο ήρωες, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, είναι παρείσακτοι στα περιβάλλοντά τους. Ο Ολχόφεν θυμάται τον Ζαν Πιερ Μελβίλ («Ο κόκκινος κύκλος») αλλά και τον Μάικλ Μαν («Ενταση»), η ταινία είναι ντυμένη με τη στολή της μελαγχολίας, η ατμόσφαιρα διατηρείται ώς το τέλος με συνέπεια.

«Colette» (HΠΑ / Αγγλία, 2018). Με το καθαρό, πανέμορφο πρόσωπο της Κίρα Νάιτλι να λάμπει σαν προβολέας μέσα από ατέλειωτα, στην τρίχα προσεγμένα γκρο πλαν, ο σκηνοθέτης Γουές Γουεστμόρλαντ έφτιαξε ένα καλογυαλισμένο πορτρέτο της γαλλίδας συγγραφέως Κολέτ (1873-1954), της δημιουργού της «Ζιζί» και των ιστοριών της Κλοντίν, η οποία επί σειρά ετών ζούσε κάτω από τη σκιά του συζύγου της Γουίλι (Ντόμινικ Γουέστ) καθώς εκείνος καρπούνταν την επιτυχία των βιβλίων της: η Κολέτ έγραφε αλλά το όνομα του Γουίλι βρισκόταν τυπωμένο στο εξώφυλλο. Οταν η Κολέτ αντιλαμβάνεται το μέγεθος της αδικίας (αν και η ίδια είχε συναινέσει στη συνεργασία τους), η ταινία παίρνει πραγματικά μπροστά και μια δυναμική επαναστάτρια ορθώνεται απέναντι στην απόλυτη ανδρική μετριότητα δίνοντας πικάντικη ζωντάνια σε ένα ώς τότε ευπρεπές, ακαδημαϊκό σύνολο.

«Mε διαβατήριο τη γοητεία» (The charmer, Δανία / Σουηδία). Ενας ιρανός μετανάστης στη Δανία προσπαθεί να αποκτήσει τη δανέζικη υπηκοότητα ευελπιστώντας σε γάμο που μπορεί να προκύψει από τις σχέσεις που συνάπτει με διάφορες γυναίκες. Δέχεται την απόρριψη, αλλά επιμένει την ώρα που ο χρόνος πιέζει γιατί η άδεια παραμονής του λήγει. Ομως τελικά η ζωή μπορεί να παίξει παράξενα παιχνίδια και η ευτυχία να βρίσκεται μπροστά σου χωρίς να τη βλέπεις, όπως μας θυμίζει με έξυπνο τρόπο η επίκαιρη ταινία του δανού ιρανικής καταγωγής Μιλάντ Αλαμί, ο οποίος δίνει έμφαση στον ίδιο τον  χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα (εκφραστικότατος ο Αρνταλάν Εσμαϊλί). Ο ήρωας έχει ενδιαφέρον διότι βλέπεις έναν καλοβαλμένο άνδρα που δεν έχει τον κυνισμό ενός ζιγκολό, γιατί τα κίνητρά του στηρίζονται στην απελπισία. Εχει  υποχρεώσεις στην πατρίδα του και την ανάγκη να φτιάξει όσο είναι καιρός τη ζωή του.

«Alpha» (HΠΑ, 2018). Παραλλαγή του «Ασπροδόντη» του Τζακ Λόντον σε προϊστορικό φόντο, αυτή η συμπαθής περιπέτεια ενηλικίωσης και επιβίωσης του Αλμπερτ Χιουζ εστιάζει στη σχέση ενός νεαρού που έχει χαθεί στην ερημιά και αναζητεί τη φυλή του με έναν λύκο. Ενάρετα μηνύματα, οικολογικές προθέσεις, ιλουστρασιόν φωτογραφία, ένα χορταστικό παραμύθι απευθυνόμενο κυρίως σε θεατές μικρής ηλικίας.

«Σιωπηλός διάδρομος» (Down a Dark Hall, HΠA, 2018). To πιο διασκεδαστικό στοιχείο αυτής ταινίας είναι η εικόνα της Ούμα Θέρμαν που με το αυστηρό look και την «πειραγμένη» προφορά της προσωπικά μου θύμισε τη Φράου Μπλούχερ της αξεπέραστης κωμωδίας του Μελ Μπρουκς «Φρανκενστάιν Τζούνιορ». Βέβαια, ο «Σιωπηλός διάδρομος» δεν είναι κωμωδία. Η Θέρμαν διευθύνει ένα ίδρυμα αποκατάστασης προβληματικών κοριτσιών, το οποίο στην πραγματικότητα είναι ένα κέντρο «συνάντησης» ζωντανών με τα πνεύματα εκείνων που έχουν πεθάνει και θέλουν να τους συναντήσουν.

Προβάλλονται επίσης οι ταινίες «Οι άντρες δεν κλαίνε» (Muskarci ne placu, Βοσνία και Ερζεγοβίνη / Σλοβενία / Γερμανία / Κροατία, 2017), ψυχολογικό δράμα του Αλεν Ντρλέβιτς και «Η μεγάλη νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτας» (La larga noche de Francisco Sanctis, Ισπανία, 2018), πολιτικoκοινωνικό θρίλερ των Φρανσίσκο Μάρκες και Αντρέα Τέστα. Τέλος, σε περιορισμένες παραστάσεις στον Δαναό η Αννέτα Παπαθανασίου και Αγγελος Κοβότσος παρουσιάζουν το ντοκιμαντέρ «Ευρώπη το όνειρο», μια ευθύβολη ματιά στο κοινωνικό αδιέξοδο τριών νεαρών ανθρώπων (ένας Ελληνας, δύο αλλοδαποί) που αναζητούν την τύχη τους στη μουχλιασμένη Γηραιά Ηπειρο των ημερών μας.