Aκούγεται λογικό: μα από πού κι ώς πού θα μου απαγορεύσουν να χρησιμοποιήσω τη λέξη «λαθρομετανάστης»; Ποιο δικαστήριο, ποιος ιεροεξεταστής της πολιτικής ορθότητας θα διαγράψει μια λέξη από την ελληνική γλώσσα με το επιχείρημα ότι το πρώτο της συστατικό ακούγεται άσχημα; Και τι θα κάνουν στη συνέχεια, θα ρίξουν στην πυρά τα βιβλία που περιέχουν τη λέξη «λαθραναγνώστης»;
Από γλωσσική άποψη, θέμα ασφαλώς δεν υπάρχει. Η ελευθερία της έκφρασης είναι δεδομένη, σεβαστή και κατοχυρωμένη. Το πρόβλημα δημιουργείται από την ιδεολογική χρήση της λέξης. Οταν δηλαδή κάποιος μιλά για «λαθρομετανάστες» με σκοπό να συνδέσει (αυθαιρέτως) τους ανθρώπους αυτούς με μια παράνομη πράξη και κατά συνέπεια να τους μειώσει, να τους απαξιώσει, να πλήξει την αξιοπρέπειά τους. Εκεί ακριβώς παρενέβη ο Αρειος Πάγος και έκρινε ότι η λέξη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε αποφάσεις των δικαστηρίων επειδή δεν είναι ουδέτερη, αλλά πολιτικά και συναισθηματικά φορτισμένη.
Για τον ίδιο λόγο είναι τουλάχιστον ακατανόητη η απόφαση της ΕΛΜΕ Λέσβου (με πλειοψηφία 4-3!) να χρησιμοποιείται η επίμαχη λέξη από τους εκπαιδευτικούς στα σχολεία του νησιού. Και αυτό, «δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν στη Λέσβο». Με άλλα λόγια, επειδή από ένα μείγμα ανικανότητας και διαφθοράς έχουν τσουβαλιαστεί σε άθλιες συνθήκες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες στα hotspots των νησιών, τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται ότι αυτοί οι άνθρωποι κάποιο κακό έχουν κάνει, κάποια παρανομία έχουν διαπράξει, για κάποιον ύποπτο λόγο βρίσκονται εκεί, και όχι επειδή διέφυγαν από έναν πόλεμο ή ένα δικτατορικό καθεστώς.
Η πολιτική των ανοιχτών συνόρων είναι ασφαλώς ανεύθυνη και τροφοδοτεί τους λαϊκιστές. Σε όλες τις χώρες και σε όλες τις καταστάσεις υπάρχει ένα «όριο ανεκτικότητας» (seuil de tolérance), όπως έλεγε ήδη στα χρόνια του ο Φρανσουά Μιτεράν. Αυτό όμως είναι ζήτημα των κυβερνήσεων και των διεθνών οργάνων. Σε ανθρώπινο επίπεδο, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί διάκριση οποιουδήποτε είδους (γλωσσική, νομική ή πολιτική) απέναντι σε έναν συνάνθρωπο, όποιο χρώμα, θρήσκευμα και εθνικότητα κι αν έχει. Ιδιαίτερα μάλιστα αν είναι απελπισμένος ή πεινασμένος, αν πνίγεται ή αν κινδυνεύει καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο η ζωή του.
Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος το ήξερε καλά. Οταν έσωζε ανθρώπους στη θάλασσα, δεν ρωτούσε προηγουμένως αν είναι «λαθραίοι» ή όχι. Δεν κοίταζε τη δική του ασφάλεια, δεν άφηνε να τον καταβάλει η δική του κούραση. Εναν κανόνα ακολουθούσε: πρώτα τα παιδιά. Κι όταν ρωτήθηκε κάποτε πόσο τον σημάδεψαν οι στιγμές που έζησε στη θάλασσα, απάντησε ότι αυτά είναι πολυτέλειες. «Λίγα μίλια παραπέρα υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται τη βοήθειά μας. Εμείς έχουμε καιρό να κλάψουμε».
Δικαιολογημένα τον κλαίει σήμερα μια ολόκληρη χώρα. Δικαίως εξέφρασαν τα συλλυπητήριά τους οι περισσότεροι πολιτικοί αρχηγοί. Αλλά τι περίεργο: κανείς δεν είπε ότι ο εκλιπών έσωσε «5.000 λαθρομετανάστες». Για την περίσταση, ακόμη κι οι παράνομοι έγιναν άνθρωποι.