«Είμαι τρομοκρατημένη». Οταν η Κριστίν Μπλάζλεϊ Φορντ στάθηκε ενώπιον της αμερικανικής Γερουσίας, το βλέμμα της συμφωνούσε με τα λόγια της. Μπροστά της βρίσκονταν κάμερες από όλα τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα. Η Φορντ δεν είναι μια διάσημη γυναίκα, δεν έχει ξαναβγεί ποτέ στην τηλεόραση. Ομως την ώρα εκείνη ήταν έτοιμη να μοιραστεί με όλον τον πλανήτη την απόπειρα βιασμού της από τον τραμπικό υποψήφιο για το Ανώτατο Δικαστήριο, Μπρετ Κάβανο. «Είμαι εδώ γιατί κρίνω πως είναι καθήκον μου ως πολίτη να σας πω τι μου συνέβη».

Υπάρχει κάτι το μαγικό στις ζωντανές μεταδόσεις – συχνά, εκεί που δεν το περιμένεις, μπορούν να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Οπως όλοι υποψιάζονταν από την πρώτη στιγμή, η κατάθεση της Φορντ δεν κέρδισε τη Γερουσία. Κανείς δεν άκουσε την κυρία καθηγήτρια να μιλάει, είπε ο Τραμπ. Ομως δεν είχε δίκιο. Το τρομαγμένο βλέμμα της σταμάτησε για λίγο τη λειτουργία των πολυεθνικών, με τους εργαζομένους να συγκεντρώνονται στις αίθουσες συσκέψεων για να την παρακολουθήσουν. Αύξησε τον τζίρο των παμπ, όπου παρέες παρήγγειλαν μπίρες όχι για να συνοδεύσουν έναν αγώνα μπέιζμπολ, αλλά για να ακούσουν τι έχει εκείνη να πει. Ενα ολόκληρο έθνος, με το βλέμμα στραμμένο στην οθόνη, είδε μια γυναίκα με τρεμάμενη φωνή να μιλάει για το ψυχολογικό τραύμα που της άφησε ένας άνδρας που με τρεις καταγγελίες σεξουαλικής επίθεσης στην πλάτη του θα έπαιρνε το ισόβιο εισιτήριο για το πιο ισχυρό δικαστήριο των ΗΠΑ.

«Οι γυναίκες ποτέ δεν είναι τόσο δυνατές όσο ύστερα από μια ήττα» φέρεται ότι είπε ο Αλέξανδρος Δουμάς. Η Φορντ δεν νίκησε. Θύμισε όμως ότι οι γυναίκες δεν είναι καταδικασμένες στην αφάνεια – ακόμα κι αν απαιτείται από εκείνες να δουλεύουν παραπάνω για να δείξουν τι αξίζουν, να ντύνονται προσεκτικά μήπως ξυπνήσουν τα πάθη των ανδρών που συναναστρέφονται, να είναι εργαζόμενες, αλλά και μάνες, σύζυγοι και ερωμένες. Ακόμα κι αν ο μιλιταρισμός του #ΜeΤoo δεν τις άγγιξε όλες. Το δικό της θάρρος είχε το πρόσωπο μιας καθημερινής γυναίκας που δέχτηκε οι κάμερες να ζουμάρουν πάνω της γιατί αυτό που έπρεπε να πει ήταν πιο σημαντικό από την προσωπική της δικαίωση και, κυρίως, πιο σημαντικό από την αυτοπροστασία της. Οι γυναίκες σαν τη Φορντ – των πολυεθνικών, των παμπ, των μπλε κολάρων – δεν είναι είδος προς εξαφάνιση. Ζουν, αναπνέουν και ψηφίζουν.

«Τι θα γίνει αν ξυπνήσουν οι γυναίκες;» αναρωτιούνται από την ημέρα της κατάθεσης όλες οι (ανδροκρατούμενες) μεγάλες εφημερίδες. Κι αν το αποτέλεσμα των εκλογών για το Κογκρέσο κριθεί από αυτές; Κι αν στηρίξουν τις δικές τους υποψηφιότητες, όπως η Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτέζ και η Αγιάνα Πρίσλεϊ; Κι αν, στο τέλος της τετραετίας, εκλέξουν μια δική τους πρόεδρο; Η συζήτηση συνεχίζεται με διαδηλώσεις και ροζ σκουφάκια και συλλήψεις σελέμπριτι και διαμαρτυρίες στο κόκκινο χαλί. Ακόμα και τότε, όμως, περιστρέφεται γύρω από το σουτιέν της Εμιλι Ρατακόφκσι. Γιατί, στην πραγματικότητα, ούτε οι ίδιοι οι πολιτικοί αναλυτές πιστεύουν πως οι γυναίκες «θα ξυπνήσουν». Τους κάνουν χάρη που ασχολούνται μαζί τους.

Ισως γιατί κι αυτοί στην πλειονότητά τους είναι άνδρες -και μέσα τους υπάρχει η βαθιά πεποίθηση πως οι γυναίκες αποκτούν σημασία μόνο όταν εκείνοι αποφασίζουν να τους τη δώσουν. Κι ας ανατριχιάζουν στη σκέψη πως οι τρεμάμενες φωνές ίσως κάποια μέρα δεν θα τρέμουν πια.