Οι κανόνες της πολιτικής στον δημοκρατικό κόσμο ήταν πάντα οι ίδιοι: ένα ή περισσότερα κόμματα κυβερνούν και υπερασπίζονται το έργο τους, ενώ τα υπόλοιπα ασκούν εποικοδομητική ή μη αντιπολίτευση, περιμένοντας τις εκλογές για να παίξουν ενδεχομένως έναν διαφορετικό ρόλο. Σπανίως βλέπουμε ένα κόμμα να επιτίθεται δημοσίως στον εταίρο του. Και όταν αυτό συμβαίνει, όπως έγινε πρόσφατα στη Γερμανία μεταξύ της Μέρκελ και του Ζεεχόφερ, ακολουθούν γρήγοροι, αποτελεσματικοί και πειστικοί χειρισμοί προκειμένου η κρίση που προκαλείται να μην οδηγήσει σε πτώση της κυβέρνησης.
Η Ελλάδα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και εδώ πρωτοτυπεί. Δεν είναι μόνο ότι ένας υψηλόβαθμος υπουργός υποστηρίζει σε ένα σημαντικό ταξίδι θέσεις αντίθετες από αυτές της κυβέρνησής του. Είναι και ότι τα στελέχη αυτής της κυβέρνησης σωπαίνουν ή, στην καλύτερη περίπτωση, «εκπλήσσονται» και αποδοκιμάζουν. Είναι ακόμη ότι ο φιλικός προς την κυβέρνηση Τύπος ανακαλύπτει ξαφνικά ότι υπάρχει πρόβλημα με αυτόν τον υπουργό – τον οποίο ώς τώρα υποστήριζε ή έστω κάλυπτε – και «απαιτεί» να δοθεί λύση.
Σύμφωνα με ένα σενάριο, ο Καμμένος δεν λέει και δεν κάνει τίποτα αν προηγουμένως δεν το έχει συνεννοηθεί με τον Πρωθυπουργό. Οι δύο εταίροι ακολουθούν με απολύτως συντονισμένο τρόπο τον στόχο τής όσο το δυνατόν μακρότερης παραμονής στην εξουσία. Και με δεδομένο ότι αλιεύουν σε δύο κοινά (το σκληρό ή λιγότερο σκληρό αριστερό και το σκληρό δεξιό), υποστηρίζουν συχνά διαφορετικές ή και ριζικά αντίθετες θέσεις, όπως για παράδειγμα στα ζητήματα της Εκκλησίας ή του Μακεδονικού.
Είτε αυτό συμβαίνει είτε ο Αλέξης Τσίπρας είναι πράγματι εξοργισμένος με τις παρεμβάσεις του υπουργού του, προκαλεί εντύπωση η στάση μερικών παλιών, συνεπών και μετριοπαθών αριστερών. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν έχουν βαρύνοντα θεσμικό ρόλο. Τι σημαίνει στ’ αλήθεια η «έκπληξη» και η «απορία» του Προέδρου της Βουλής για τις δηλώσεις του Καμμένου στις Ηνωμένες Πολιτείες; Τέτοιες εκφράσεις θα άρμοζαν για ενέργειες κάποιου στελέχους της αντιπολίτευσης. Αν όμως ο Νίκος Βούτσης έχει απορίες γι’ αυτά που λέει ο εταίρος του κόμματός του, τι πρέπει να υποθέσει ο ψηφοφόρος για τη συνοχή αυτής της κυβέρνησης;
Η αμηχανία, αν όχι δυσαρέσκεια, στελεχών όπως ο Βούτσης ή ο Φίλης για τη συνεργασία με τον Καμμένο είναι παλιά και δεδομένη. Και η πάγια απάντησή τους στην κριτική που δέχονται για την ανοχή που επιδεικνύουν είναι ότι, καλώς ή κακώς, δηλαδή κακώς, χωρίς τους ΑΝΕΛ δεν θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Γιατί λοιπόν, αντί να δηλώνουν έκπληκτοι, δεν εμμένουν σε αυτό το επιχείρημα ακόμη κι όταν ο Καμμένος καταπατάει όλες τις δυνατές κόκκινες γραμμές;
Και πιστεύουν στ’ αλήθεια ότι θα μπορούσε να είναι δυνατή στο μέλλον η απλή αντικατάσταση των ΑΝΕΛ με το ΚΙΝΑΛ και η συνέχιση αυτής της πολιτικής σαν να μη συμβαίνει τίποτα;