Η Ελλάδα παραχωρεί νέες βάσεις και άλλες στρατιωτικές διευκολύνσεις στις ΗΠΑ. Ετσι, με την αριστερή (υποτίθεται) κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλ. Τσίπρα η χώρα προσδένεται ολοένα και στενότερα στο στρατηγικό άρμα των Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ). Σε τέτοιο σημείο δε που κάποιοι να ισχυρίζονται ήδη καθ’ υπερβολήν ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν θα είχε ίσως και αντίρρηση να… κηρύξει τη χώρα ως την 51η Πολιτεία των ΗΠΑ. Για να είμαστε σαφείς: η Ελλάδα οφείλει να έχει την καλύτερη δυνατή σχέση με τις ΗΠΑ για πολλαπλούς λόγους: ιστορικούς, πολιτιστικούς, πολιτικούς, γεωστρατηγικούς, οικονομικούς, κ.ά. Οι ΗΠΑ, παρά τα όποια προβλήματα και τις επιλογές τους, εξακολουθούν να είναι ένας σημαντικός παράγων επιρροής στις υποθέσεις της Αν. Μεσογείου που η Ελλάδα ούτε πρέπει ούτε μπορεί να αγνοήσει. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι του σημείου να προσκολλάται τόσο άρρηκτα στο άρμα και τις επιλογές των ΗΠΑ και μάλιστα στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, με την ηγεσία του Ντ. Τραμπ στον Λευκό Οίκο, υπάρχει μεγάλη διαφορά. Η Ελλάδα είναι χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) από το 1981. Ενας από τους λόγους που επεδίωξε την ένταξή της στην Ενωση (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα – ΕΟΚ τότε) ήταν όπως τον διατύπωσε ο κεντρικός αρχιτέκτονάς της, πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, το 1976, «να απαλλαγεί από τη στενή εξάρτησή της από τις Ην. Πολιτείες». Για διαφόρους λόγους, πραγματικούς ή και φαντασιακούς, η εξάρτηση αυτή μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου θεωρήθηκε ιδιαίτερα ζημιογόνος για τη χώρα.
Η Αριστερά ειδικότερα είχε χρεώσει στις ΗΠΑ όλα τα δεινά της χώρας, από τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού στον εμφύλιο, την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1967, την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τη διαίρεση του νησιού και πολλά άλλα, αλλά και όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι» ήταν ως γνωστόν το προσφιλές σύνθημα της Αριστεράς. Μετά την ένταξη και παρά τις κάποιες εντάσεις στην περίοδο διακυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, η χώρα ακολούθησε λίγο-πολύ μια ισορροπημένη πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ έχοντας ως αφετηρία τη συμμετοχή και τον ρόλο της στην Ενωση. Αν και η Αριστερά επέμεινε σταθερά στην πλήρη αποστασιοποίηση της χώρας από την Ουάσιγκτον. Ποιος δεν θυμάται π.χ. το 1996 όταν προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων επειδή ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης τόλμησε να ευχαριστήσει τις ΗΠΑ για τον ρόλο τους στη διαχείριση της κρίσης των Ιμίων.
Και ω του θαύματος! Οταν ήλθε στην εξουσία το 2015 η Αριστερά/ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας (που θεωρούσε ότι οι πορείες για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου έπρεπε να καταλήγουν πάντοτε στην αμερικανική πρεσβεία) έθεσε, ως φαίνεται, στόχο να αποκαταστήσει τη σχέση εξάρτησης της χώρας με τις ΗΠΑ τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο με μια πολιτική που πηγαίνει βέβαια πέρα από την ισορροπημένη προσέγγιση των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν για τα κίνητρα της πολιτικής αυτής. Αυτό όμως που έχει σημασία να τονισθεί είναι ότι πρόκειται για μια πέρα για πέρα λάθος πολιτική. Αντιστρατεύεται πολλαπλώς τον ρόλο μας στην Ενωση (υποστηρίζει π.χ. «τη στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ») και δεν λαμβάνει υπόψη τις ευρύτερες ανακατατάξεις σχετικά με τον παγκόσμιο ρόλο των ΗΠΑ και την (επιδεινούμενη) σχέση τους με την Ευρώπη. Είναι μια πολιτική χωρίς αρχές και χωρίς μακροχρόνια θεώρηση των ελληνικών συμφερόντων.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών