Δύο κυβερνητικές επιλογές έχουν οδηγήσει τη ΔΕΗ στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης.

Η ακύρωση του νόμου της δημιουργίας της «μικρής ΔΕΗ» και στη συνέχεια η πώλησή της, όπως είχε σχεδιάσει η προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, και η προεκλογική παρότρυνση του ΣΥΡΙΖΑ προς τους πολίτες να μην πληρώνουν τους λογαριασμούς τους, γνωστό και ως κίνημα «Δεν Πληρώνω».

Κι ενώ βρίσκεται στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης, η ΔΕΗ προχώρησε σε μία υψηλού ρίσκου και με σκοτεινά σημεία, όπως έχουν καταγγείλει ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, εξαγορά. Απέκτησε, λίγες εβδομάδες πριν από την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών, τη σκοπιανή εταιρεία EDS. Με ποσό 4,8 εκατ. ευρώ εξαγόρασε μία επιχείρηση με ζημιές 5,4 εκατ. ευρώ και δάνεια 26 εκατ. ευρώ, η οποία ανήκε στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης των Σκοπίων Κότσο Ανγκιούσεφ. Η αντιπολίτευση έχει στηλιτεύσει το γεγονός, ενώ χθες ο βουλευτής Γιάννης Μανιάτης στη Βουλή υποστήριξε ότι η εταιρεία κινήθηκε κατόπιν κυβερνητικής εντολής λέγοντας ότι η εξαγορά έγινε από θυγατρική της ΔΕΗ στην Αλβανία, στην οποία επικεφαλής είναι ο Γιώργος Λάντζας, άνθρωπος που είχε τοποθετηθεί το 2016 από τον κ. Σταθάκη στο τιμόνι της ΕΒΖ

ΖΗΜΙΕΣ. Η μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, σύμφωνα με όλες τις εκδοχές της εξαμηνιαίας οικονομικής κατάστασης, ανακοίνωσε το φετινό διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου ζημιές μετά από φόρους 516,1 εκατ. ευρώ από ζημιές 13,2 εκατ. την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Σε αυτά τα αποτελέσματα συμπεριλαμβάνονται και οι διακοπτόμενες δραστηριότητες του ΑΔΜΗΕ και των δύο πωλούμενων λιγνιτικών σταθμών της Μεγαλόπολης και της Μελίτης αλλά και οι εφάπαξ επιπτώσεις από την πρόβλεψη αποζημίωσης προσωπικού.

Ακόμη, όμως, και χωρίς αυτούς τους συντελεστές, ο όμιλος για το πρώτο εξάμηνο του έτους παρουσίασε αυξημένες ζημιές 183,8 εκατ. ευρώ έναντι 41,4 εκατ. την ίδια περίοδο του 2017.

Και άλλα όμως οικονομικά μεγέθη της ΔΕΗ δείχνουν προβληματικά. Σύμφωνα πάντα με τον εξαμηνιαίο ισολογισμό το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων του ομίλου και της μητρικής εταιρείας υπερβαίνει κατά 1,335 δισ. και 1,583 δισ. ευρώ, αντίστοιχα, το σύνολο του βραχυπρόθεσμου ενεργητικού. Μάλιστα στην ενδιάμεση οικονομική κατάσταση επισημαίνεται πως η αναλογία αυτή δεν διασφαλίζει την ομαλή συνέχιση της λειτουργίας της εισηγμένης. Ετσι, η διοίκησή της προσπάθησε να ανατρέψει αυτήν την εικόνα προχωρώντας στην αναχρηματοδότηση των δύο ομολογιακών της δανείων ύψους 1,3 δισ. ευρώ, με αλμυρό επιτόκιο 5,8% και σκληρούς όρους όπως το 70% των προσόδων από την πώληση των λιγνιτικών μονάδων να πάνε για την αποπληρωμή των προαναφερόμενων δανειακών υποχρεώσεων.

Η δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει η ΔΕΗ φαίνεται και από το επιχειρησιακό και στρατηγικό πλάνο που έχει εκπονήσει για λογαριασμό της η εταιρεία McKinsey & Company. Σύμφωνα με αυτό για να γίνει βιώσιμη θα πρέπει το 2022 να ανεβάσει τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων στα 1,1 δισ. ευρώ από τα 537,8 εκατ. ευρώ και να μειώσει το χρέος της στα 2,9 από 3,9 δισ. ευρώ. Με τον τρόπο αυτό η σχέση χρέους – δανεισμού από 8,8 θα κατέβει στο 2,6. Η άσκηση είναι δύσκολη με δεδομένο ότι το διάστημα μέχρι το 2022 ο όμιλος θα πρέπει να χάσει κύκλο εργασιών μόλις κατά 500 εκατ. ευρώ, δηλαδή από 4,7 δισ. ευρώ να πέσει στα 4,2 δισ. ευρώ.

Πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο αφού η ΔΕΗ, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης έναντι των δανειστών για τον περιορισμό της μονοπωλιακής της θέσης στην παραγωγή και προμήθεια ρεύματος, θα πρέπει να χάσει έως το 2019 το μισό της μερίδιο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι περίπου 2 δισ. ευρώ.

ΤΑ ΛΑΘΗ. Κι εδώ εντοπίζεται η πρώτη μεγάλη λανθασμένη επιλογή του σχήματος ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Κατάργησε τον νόμο της προηγούμενης κυβέρνησης για την πώληση της «μικρής ΔΕΗ», μιας εταιρείας που αντιστοιχούσε στο 30% του χαρτοφυλακίου του ομίλου έχοντας μέρος των σταθμών παραγωγής ρεύματος, του πελατολογίου της και των δανείων της. Η αποτίμηση της «μικρής ΔΕΗ» ήταν στα περίπου 2 δισ. ευρώ και οι ενδιαφερόμενοι υπήρχαν. Αν προχωρούσε η πώληση η εισηγμένη και έσοδα θα είχε και η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα είχε ανοίξει. Αντίθετα, τώρα, η κυβέρνηση προχωρά στην πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων, σε μία συγκυρία που δεν ευνοεί τη διαδικασία αυτή καθώς τα δικαιώματα ρύπων που πληρώνει η ΔΕΗ έχουν εκτοξευτεί στα 25 ευρώ τον τόνο.

Το δεύτερο ολέθριο λάθος ήταν η προτροπή των καταναλωτών να μην πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Ετσι, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές εκτοξεύτηκαν στα 3,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το επιχειρησιακό πλάνο της McKinsey, από 1,5 δισ. ευρώ που ήταν πριν από το 2015.