«Δόκτωρ Κίσινγκερ, η επίσκεψή σας είναι πέρα για πέρα επίκαιρη, αναμένουμε με αγωνία να ακούσουμε τις απόψεις σας σχετικά με το μέλλον των σινοαμερικανικών σχέσεων». Με αυτή τη φράση υποδέχθηκε τον Χένρι Κίσινγκερ ο Σι Τζινπίνγκ στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού στην Πλατεία Τιενανμέν. Ο ισχυρός άνδρας της Κίνας δεν υπερέβαλλε: αυτή ήταν η 80ή επίσκεψη του πάλαι ποτέ μάγου της διπλωματίας στη Χώρα του Δράκου – η πρώτη του φορά ήταν το μακρινό 1971. Ο κινεζικός Τύπος, πάλι, δεν αμφιβάλλει ότι ο Κίσινγκερ «διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ». Στα 95 του; Ακριβώς. Δεν μιλάμε εξάλλου μόνο για έναν αειθαλή διπλωμάτη. Μιλάμε και για τον διπλωμάτη που με τη διπλωματία του πινγκ – πονγκ άνοιξε τον δρόμο για την εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στην Αμερική του Νίξον και την Κίνα του Μάο.
Με την Αμερική του Τραμπ τα πράγματα είναι πιο επικίνδυνα. Κι αυτός ο κίνδυνος έκανε τους Κινέζους να προσκαλέσουν τον Κίσινγκερ στο Πεκίνο για ένα συνέδριο υπό τον τίτλο «Πώς μπορεί να αποφευχθεί η παγίδα του Θουκυδίδη». Ποια είναι αυτή; Είναι η θεωρία που λέει ότι είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην αναδυόμενη και την κυρίαρχη δύναμη είναι αναπόφευκτη. Συνέβη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο ανάμεσα στην Σπάρτη και την Αθήνα. Γιατί να μη συμβεί και τώρα; Σε συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό «The Atlantic», ο Κίσινγκερ είχε εμφανιστεί κάπως απαισιόδοξος. «Οι συγκρούσεις μπορεί να ξεσπάσουν για δύο λόγους» είχε πει. «Ο ένας είναι η βαθμιαία αύξηση της έντασης, ο άλλος ότι τα σύγχρονα κράτη είναι συνηθισμένα στον κανόνα πως μια λύση θα βρεθεί στο τέλος».
Ο Κίσινγκερ έχει θεωρητικολογήσει επί μακρόν πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Στο βιβλίο του «Παγκόσμια Τάξη: Σκέψεις γύρω από τον χαρακτήρα των εθνών και την πορεία της Ιστορίας» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη), θυμάται ένα επεισόδιο από την πρώτη του επίσκεψη στο Πεκίνο το 1971 κι ενώ είχαν προηγηθεί δύο δεκαετίες εχθρικών σχέσεων. «Σχολίασα πως στα μάτια της αμερικανικής αντιπροσωπείας η Κίνα φάνταζε ως μια “χώρα γεμάτη μυστήριο”. Ο πρωθυπουργός Τσου Εν – λάι μού απάντησε: “Θα διαπιστώσετε πως δεν είναι μυστηριώδης. Μόλις τη γνωρίσετε, δεν θα σας φαίνεται τόσο μυστηριώδης όσο πριν”». Αλλά ο Κίσινγκερ επιμένει: «Το μυστήριο που καλούμαστε να προσπελάσουμε είναι ένα μυστήριο κοινό για όλους τους ανθρώπους: Πώς μπορούν ετερόκλητες ιστορικές εμπειρίες και αξίες να συγκλίνουν για να διαμορφωθεί μια κοινή τάξη».
Ασφαλώς ο Κίσινγκερ δεν θεωρητικολόγησε μόνο. Εκανε πολλά στην πράξη γι’ αυτή τη διαμόρφωση της κοινής τάξης – τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόταν. Ενδεχομένως να έκανε ακόμη περισσότερα εάν το γεγονός ότι είχε γεννηθεί στη Γερμανία δεν τον εμπόδιζε να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ – ο ίδιος θα θυμόταν συχνά ότι τέσσερις υπουργοί Εξωτερικών έγιναν μετέπειτα πρόεδροι και αστειευόταν συχνά λέγοντας πως θα βρει έναν τρόπο να παρακάμψει τη «λεπτομέρεια» της συνταγματικής επιταγής που λέει ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να είναι γεννημένος στις ΗΠΑ. Αλλου είδους «παρακάμψεις» είχε κάνει πάντως. Παρακάμψεις στις οποίες κατέφυγε στο όνομα μιας «ρεαλπολιτίκ» που υπηρέτησε απαρέγκλιτα και είχε θετικά αποτελέσματα, όπως την υπογραφή συμφωνίας με το Βόρειο Βιετνάμ στο Παρίσι το 1973.
Η συμφωνία εκείνη δεν έφερε ακριβώς την ειρήνη. Χάρισε όμως στον Κίσινγκερ ένα Νομπέλ Ειρήνης – την ίδια ώρα οι Βιετκόνγκ συνέχιζαν την προέλασή τους ενώ δύο χρόνια αργότερα θα καταλάμβαναν τη Σαϊγκόν. Ο νομπελίστας Κίσινγκερ εξάλλου δεν πίστεψε ποτέ ότι η ειρήνη θα ερχόταν μόνο με λουλούδια: ο ρόλος του στον βομβαρδισμό της Καμπότζης ήταν αποφασιστικός. Εξίσου σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στα ελληνικά πράγματα τη δεκαετία του ’70. Η στήριξή του στην ελληνική χούντα είναι αδιαμφισβήτητη, η αντιπάθειά του για τον Μακάριο δεδομένη, η διχοτόμηση της Κύπρου ένα ενδεχόμενο που ο ίδιος εξέταζε ήδη από το 1971. Σε κάθε περίπτωση, η επιρροή του ήταν τεράστια: όταν στις 22 Ιουλίου 1974 το πρακτορείο Ασοσιέιτεντ Πρες έστειλε τηλεγράφημα με τη δήλωση Κίσινγκερ ότι «επίκειται κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα», ο Ιωαννίδης δεν περίμενε περισσότερο. Παραιτήθηκε την ίδια στιγμή.
Ηταν η διαδρομή ενός παιδιού που γεννήθηκε το 1923 στη Γερμανία ως Χάιντς Αλφρεντ και την εγκατέλειψε το 1938 με τους εβραίους γονείς του για να εγκατασταθούν στη Νέα Υόρκη. Ο Χάιντς Αλφρεντ, που στο μεταξύ είχε γίνει Χένρι, έλαμψε στο Χάρβαρντ για να διοριστεί το 1969 σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας από τον Ρίτσαρντ Νίξον και στη συνέχεια υπουργός Εξωτερικών. Η μυστική διπλωματία έγινε το φόρτε του – η πρώτη του επίσκεψη στο Πεκίνο με σκοπό την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων είχε γίνει μυστικά. Λιγότερο μυστικά πρωταγωνίστησε στις διαπραγματεύσεις για τη λήξη του πολέμου του Γιομ Κιπούρ στη Μέση Ανατολή, περισσότερο κρυφά ασφαλώς στην υποστήριξη στρατιωτικών καθεστώτων στη Λατινική Αμερική.
Ο ρόλος του πάντως δεν έμεινε κρυφός ούτε στην επιχείρηση «Κόνδωρ» της CIA, στόχος της οποίας ήταν τα αριστερά κινήματα στη Λατινική Αμερική, ούτε στην ανατροπή του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή. «Δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να περιμένουμε και να αφήσουμε μια χώρα να γίνει κομμουνιστική εξαιτίας της ανευθυνότητας του λαού της» είχε πει τότε. Κυνισμός ή ρεαλπολιτίκ; Στον Χένρι Κίσινγκερ πάντως υπάρχει χώρος και για άλλα συναισθήματα. Υπάρχει χώρος για τρυφερότητα: «Αφιέρωσα το βιβλίο αυτό στη σύζυγό μου Νάνσι που είναι η ζωή μου». Υπάρχει χώρος και για αυτοκριτική: «Περιττό να πω πως για τις όποιες αδυναμίες του βιβλίου υπεύθυνος είμαι αποκλειστικά εγώ». Και για την τρυφερότητα ουδείς ψόγος. Αλλά η αυτοκριτική είναι μάλλον λίγη.