Στις 20 και 27 Οκτωβρίου στον Σταυρό του Νότου θα παίξει εκείνος που είχε παίξει μπουζούκι στην πρώτη ιστορική ηχογράφηση του… Σταυρού του Νότου των Μικρούτσικου – Καββαδία. Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης μοιάζει να κλείνει έναν πρωτότυπο λογαριασμό με αυτές τις εμφανίσεις, υπενθυμίζοντας πως ένα μέρος της συνδημιουργίας εμβληματικών κύκλων τραγουδιών ανήκει και στους κορυφαίους μουσικούς που έπαιξαν σε αυτούς. Ο Πολυκανδριώτης αποτελεί περίπτωση ξεχωριστή στη λαϊκή μουσική, δάσκαλος γενεών στο μπουζούκι, αλλά και μαθημένος στα πιο σκληρά πάλκα και στα πιο κυριλέ χολ. Με εκατοντάδες νυχτερινές εργατοώρες από τα μέσα του ’60, με δεκάδες παιξίματα σε ιστορικές ηχογραφήσεις, με πολλά δικά του τραγούδια, τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει προσηλωθεί στην ακαδημαϊκή πλευρά του μπουζουκιού, στο άνοιγμά του σε ευρύτερα κοινά. Διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών, ο πρώτος που έβαλε το λαϊκό όργανο εδώ, στο Κολλέγιο Αθηνών, συμπράττει με ξένους μουσικούς, διδάσκει χωρίς σταματημό και πρωταγωνιστεί στην κατάθεση φακέλου για το μπουζούκι ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά στην UNESCO. Παρεμπιπτόντως, σε μια στιγμή που το μπουζούκι έχει γίνει κακώς συνώνυμο της πιο pop διάστασης της μαζικής διασκέδασης. Για όσους τον ξέρουν καλύτερα, είναι προφανές πως βλέπει τη λαϊκή μουσική ως μια μεγάλη μεταβλητή πολιτισμού, εξού και η έγνοια του.
Πάμε στο τρέχον σχέδιό σας. Θα παίξετε, ανάμεσα σε άλλα, πρώτες ηχογραφήσεις. Δηλαδή;
Ναι, γιατί πιστεύω ότι τα νέα παιδιά το θέλουν αυτό. Τους ιντριγκάρει να ανακαλύψουν μέσα από την ψυχαγωγία τους αυτό που δεν γνωρίζουν. Είτε ιστορικά είτε σαν συναίσθημα όπως είναι η μουσική. Και θα έχω στο πλευρό μου την Κατερίνα Ντίνου, μια αυθεντική λαϊκή τραγουδίστρια που θα μπορούσα να πω πως είναι η γέφυρα με το παλιό και το καινούργιο.
Εχετε παίξει σε μεγάλους δίσκους. Π.χ. «Τραπεζάκια έξω». «Ρεζέρβα».
«Σταυρός του Νότου». «Σκληρός Απρίλης του ’45». Θέλουμε μια ιστορία από τον καθένα. Πάμε: «Σκληρός Απρίλης»… Πώς έγινε η συνεργασία σας με τον Χατζιδάκι;
Είμαι από τους τυχερούς της μουσικής ζωής αυτού του τόπου, αφού γνώρισα τον Μάνο σε μικρή ηλικία. Ακόμα δεν είχα βγάλει τη δική μου πενιά. Αυτός ήταν η αιτία με τον «Σκληρό Απρίλη του ’45» που μου έδωσε την άνεση να παίξω όπως θέλω εγώ, αν και τον ρωτούσα «μαέστρο, τι να παίξω σε αυτό το κομμάτι;», εκείνος μου απαντούσε «ό,τι θέλεις, Θανάση μου, βγάλε την πενιά σου».
Και στην «Αθανασία» παίζετε εσείς…
Ναι, όπου κάποια στιγμή στο στούντιο με ρώτησε «Θανάση, έχεις παίξει ποτέ τσάμικο;» και του απάντησα «ναι, έχω παίξει στα πανηγύρια, την “Ιτιά” και άλλα». Και μου λέει «παίξε μου κάτι», κι εγώ ακομπανιάρισα τον ρυθμό του τσάμικου πάνω στη φα ματζόρε χωρίς να ξέρω γιατί, έτσι αυθόρμητα, θεωρώ ότι τον ενέπνευσα και
έγραψε το περίφημο «Τσάμικο» εκείνη τη στιγμή.
Τι θυμάστε από τον Σταυρό του Νότου, δεν ήταν εκείνη τη στιγμή ένας λαϊκός δίσκος με την μπουζουκοκεντρική έννοια του όρου…
Ναι, έχεις δίκιο. Πήγα στο στούντιο Αξιον όταν με φώναξε ο Θάνος, με την εντύπωση ότι θα ηχογραφούσαμε τραγούδια λαϊκά από αυτά που εκείνος σκαρώνει πολύ καλά. Γελάστηκα όμως γιατί όταν καθίσαμε αυτός στο πιάνο κι εγώ δίπλα του, αυτός έπαιζε άλλους ήχους κι εγώ προσπαθούσα να δω πού θα μπω για το δικό μου μέρος. Οταν είδα ότι δεν μου λέει «παίξε αυτό, Θανάση», άρχισα και σκάλιζα διάφορα άλλα πάνω στο δικό του παίξιμο. Οταν άρχισε να τραγουδά τον συγκεκριμένο στίχο, τότε κατάλαβα ότι ήταν και αυτός συνεπαρμένος από μια άλλη μουσική αίσθηση που είχε να κάνει με το ποίημα του Καββαδία και ένιωσα αμέσως ότι πρέπει να αυτοσχεδιάσω και το έκανα εξαιρετικά.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Σαββόπουλο; Σας μνημονεύει και σε τραγούδι του, εννοώ στο «Αουντουαντάρια».
«Μπουζούκι και λαούτο ο Θανάσης, του Πολυκανδριώτη ο γιος» έλεγε ο στίχος. Αυτό με συγκίνησε άλλα και η ευγένειά του, αφού με αποκαλούσε στις πρόβες «κύριε Πολυκανδριώτη». Είναι ιδιαίτερος ο Διονύσης και χαίρομαι που μου εμπιστεύτηκε το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο».
Δύσκολα;
Κι εδώ τα βρήκα σκούρα άλλα όταν μου έδωσε την παρτιτούρα με τις συγχορδίες βρήκα τον τρόπο να φτιάξω την πενιά μου ανάλογα με τον στίχο και τη μουσική. Τότε δουλέψαμε και μαζί στην μπουάτ Ρήγας στην Πλάκα και εγώ μετά τις 12 πήγαινα στην παραλιακή Φαντασία με τον Πάριο.
Πώς ήταν να φεύγετε από τον Ρήγα για να πάτε στη Φαντασία;
Δεν γούσταρα να πάω, χωρίς να θέλω έτσι να αρνηθώ αυτό που αγάπησα από μικρό παιδί, τη νύχτα.
Γενικά έχετε μια τεράστια προσήλωση στο μπουζούκι. Επιμένετε στον όρο μπουζουκίστας;
Θα ήθελα να έχω ένα μαγικό ραβδί να μπορέσω να χαρίσω στους μαθητές μου έστω κάποιες από τις εμπειρίες μου και το συναίσθημά μου κρατώντας 54 χρόνια αυτό το όργανο στην αγκαλιά μου. Τότε θα είμαι ο ποιο ευτυχισμένος δάσκαλος στον κόσμο. Να γιατί είμαι κολλημένος με το όργανο.
Δικός σας ο όρος;
Δεν είναι δικός μου ο όρος μπουζουκίστας. Το πρωτοείπε ο Μανώλης Χιώτης το ’70 παρουσία μου στο κέντρο Ξημερώματα όπου εμφανιζόταν. Εμένα, ο όρος μπουζουξής μού ταιριάζει γιατί είμαι παλιάς κοπής. Τους μαθητές μου όμως θέλω να τους αποκαλούν μπουζουκίστες γιατί το όργανο δεν είναι πλέον το ευτελές, του περιθωρίου, του χασισιού, κ.λπ., αλλά είναι του Πανεπιστήμιου, της πλούσιας βιβλιογραφίας, της προηγμένης διδακτικής ύλης, της συμφωνικής ορχήστρας και δεν έχει να αναμετρηθεί με κανένα άλλο όργανο.
Μήπως η σύνδεση μπουζουκιού και νυχτερινών κέντρων είναι κάτι που δεν αλλάζει στη συνείδηση; Ποια άλλη διάσταση έχει
το όργανο;
Στη δική μου συνείδηση η νύχτα στην ουσία δεν αφήνει κανέναν απέξω. Ούτε τον φτωχό ούτε τον πλούσιο ούτε τον επιστήμονα ούτε τον διανοούμενο. Οι νύχτες παρέα με το μπουζούκι μου είχαν και έχουν μια τεράστια αγκαλιά που χωράει μέσα όλο τον κόσμο που θέλει να διασκεδάσει τον πόνο του, να χαρεί και να γουστάρει. Το ’96 στο Ηρώδειο έπαιξα τους χορούς του J. Brahms και το Κονσέρτο για μπουζούκι και ορχήστρα Νο 1 και αμέσως μετά στο Χάραμα έριξα τις πενιές του Τσιτσάνη και της Μπέλλου. Αυτό από μόνο του οδηγεί το όργανο σε άλλη διάσταση.
Εχετε φτιάξει πολλά χρόνια τους Επόμενους. Μήπως οι όλες προσπάθειές σας απονευρώνουν το όργανο από την εγγενή του λαϊκότητα;
Η ομάδα αυτή είναι για μένα αυτό που λέει η μεταφορική έκφραση «όλα τα λεφτά».
Με στόχο;
Ο στόχος μου είναι να τους κάνω μια καλοκουρδισμένη μουσική ομάδα έτοιμη για πρωτιά, όπου όμως ο ακροατής θέλω να νιώθει ξεκάθαρα τη λαϊκότητα και την αυθεντική πενιά του καθενός. Γιατί οι ομάδες που κάνουν πρωταθλητισμό έχουν αλλάξει την Ελλάδα.
Τρίχορδο ή τετράχορδο ή είναι μύθος η διαφορά τους;
Ας αφήσουμε τον απλό ακροατή να διαλέξει μεταξύ της πενιάς του Τσιτσάνη και του Ζαμπέτα. Εγώ είμαι τετράχορδος λόγω κιθάρας (πρώτη αγάπη), αλλά όταν παίζω τρίχορδο μου λένε παράτα το τετράχορδο.
Δίνετε μια μάχη και για την ένταξη του οργάνου στην κληρονομιά της UNESCO.
Η ιδέα αυτή έπεσε στο τραπέζι μέσα από την αγωνία μου για το πού πηγαίνει το μπουζούκι σήμερα. Για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα που περιμένουμε όλοι με αγωνία, έγινε από μένα και την ομάδα μου τρομερή δουλειά. Τρία συνέδρια για το μπουζούκι, δεκάδες σεμινάρια σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, ανοικτές ομιλίες με παράλληλες μουσικές βραδιές κ.λπ. και καταφέραμε στις 2 Ιουλίου να καταθέσουμε πλήρη φάκελο στο υπουργείο Πολιτισμού με τη βοήθεια της υπουργού. Το μεγάλο ερώτημα είναι πως όταν υλοποιηθεί ο σκοπός αυτός της αναγνώρισης του μπουζουκιού ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά στον κατάλογο της UNESCO, η Ελλάδα θα το αναγνωρίσει;
Διδάσκετε στο Ωδείο Αθηνών. Εχει θέση το μπουζούκι δίπλα στα άλλα όργανα ή είναι άλλος ο φυσικός του χώρος;
Επειτα από 143 χρόνια το Ωδείο Αθηνών και 90 χρόνια το Ωδείο του Κολλεγίου Αθηνών, σπάνε επιτέλους τα στερεότυπα και το μπουζούκι πηγαίνει εκεί όπου θέλει μόνο αυτό. Αν και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα κλασικά όργανα είναι αυτά που κυριαρχούν στα Ωδεία, συγκεκριμένα το μεγαλύτερο τμήμα στο Ωδείο είναι αυτό της Λαϊκής Μουσικής Παράδοσης.
Τι άλλαξε και η μουσική σήμερα δεν έχει την κυρίαρχη θέση στα ήθη του λαού μας;
Γίναμε αποξενωμένοι, δεν μιλάμε. Διδάσκοντας στον μικρό επτάχρονο Ανδρέα που έχει την ανάγκη μου αλλά και όλων μας, ανακαλύπτω το πόσο μαλακώνει η ψύχη μου, όπως όταν γράφω τα τραγούδια μου για τον έρωτα, την κοινωνία και τον άνθρωπο. Οι άνθρωποι λοιπόν είναι αυτοί που μπορούν μέσα από το συναίσθημα να εξελίξουν και να αλλάξουν τη μουσική και να την κάνουν πάλι κυρίαρχη. Απλώς το έχουν ξεχάσει μέσα στα προβλήματα της καθημερινότητάς τους.
Συνεργαστήκατε με τους μεγάλους παλιούς. Γαβαλά, Καζαντζίδη, Διονυσίου, Μοσχολιού, Πάριο. Ποιο είναι το κοινό στοιχείο που εντοπίζετε στη στάση και εργασία τους;
Είμαι ευτυχής και ευλογημένος που συνεργάστηκα μαζί τους. Ο καθένας από αυτά τα θηρία έχει τον δικό του χαρακτήρα. Ολοι όμως για μένα είχαν κάτι κοινό και είναι αυτό που λέγεται ταπεινότητα, αλλά για τον λαό είναι η μπέσα. Κάθε φορά που γράφω ένα νέο τραγούδι πέφτω στην παγίδα «αχ, να το έλεγε ένας από αυτούς». Θυμώνω και αμέσως σκέφτομαι ότι πρέπει να δώσω βήμα στους νέους, το οποίο και κάνω μέσα από την εκπαίδευση.
«”Ελλάδα! Μπουζούκι” φώναξα στον Τζίμι Χέντριξ»
Εχει πάντα ενδιαφέρον η πρώτη σας περιπέτεια όταν βγήκατε στη μουσική, στο πανηγύρι με τον παλιό τραγουδιστή Γιάννη Κατσιμίχα… Θέλετε να μας το θυμίσετε;
Ναι, είναι το πρώτο μου σκίρτημα. Καλοκαίρι 1963, εγώ Β’ Γυμνασίου και με προτείνει ο πατέρας μου να πάω στο Κατάκολο στον Πύργο Ηλείας για 16 βραδιές σε ένα κέντρο όπου τραγουδιστής ήταν ο Γιάννης Κατσιμίχας, χωρίς να έχω ξαναπιάσει μπουζούκι στα χέρια μου, παρά μόνο την κιθάρα. Τη δεύτερη μέρα, ένας ηλικιωμένος έλληνας μετανάστης από την Αμερική χορεύει και φωνάζει «γεια σου, Τζάρα με το κλαρίνο σου» και πέφτει ξερός κάτω. Μέχρι να δούμε τι έγινε, ο άνθρωπος είχε πεθάνει. Τρελάθηκα. Αμάν, λέω, τι έγινε τώρα. Σε οκτώ μέρες ξαφνικά τα αφεντικά παίρνουν τις εισπράξεις και φεύγουν για τη Γερμανία. Ωχ, άλλη συμφορά. Γυρίζω στο σπίτι και λέω στον Θόδωρο «μπαμπά, πάρε το μπουζούκι, δεν κάνω εγώ γι’ αυτά». Ελα που τον χειμώνα ήμουν στου Κεφάλα στην Κοκκινιά δίπλα στον Καλδάρα, τον Κλουβάτο και τον Μενιδιάτη. Είχε γίνει μπόλιασμα καλό με το μπουζούκι και τα άφησα όλα πίσω.
Εχετε συμπράξει και με ξένους καλλιτέχνες, για παράδειγμα με τον Πάκο Πένια. Πού βρίσκεται το όργανο διεθνώς; Αναγνωρίζεται;
Είχα την ευκαιρία στην καριέρα μου να συνεργαστώ με τον Πάκο Πένια, την Ντούλτσε Πόντες, συμφωνικές ορχήστρες και σολίστες παγκόσμιας φήμης. Αμερική 1971, δοκίμαζα με το μπουζούκι μου έναν νέο ενισχυτή Fender και παραπέρα ο Tζίμι Χέντριξ έκανε το ίδιο. Κάποια στιγμή σταματάει να παίζει, γυρνάει προς το μέρος μου και του φωνάζω «Ελλάδα, μπουζούκι!». Το μπουζούκι λοιπόν το ξέρουν από τον Μίκη, τον Μάνο και άλλους. Αλλά δεν γνωρίζουν τι άλλο μπορεί να ερμηνεύσει. Οταν το παρουσίασα εγώ με την άλλη του πλευρά, το είδαν με μεγάλο ενδιαφέρον και ήθελαν να μάθουν την καταγωγή του. Νομίζω ότι μέσα από αυτήν τη διαδικασία το μπουζούκι βγαίνει δικαιωμένο. Εγώ το παλεύω πολύ.