Ο καθηγητής Γιώργος Γεραπετρίτης έχει γράψει πως ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης «δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις του διττού φαινομένου που ανθεί στη Μεταπολίτευση, δηλαδή του συνταγματολογούντος πολιτικού ή του πολιτικολογούντος συνταγματολόγου». Αντίθετα, έχει καταθέσει ουσιαστικές προτάσεις στον δημόσιο διάλογο για τη συνταγματική αναθεώρηση κατά καιρούς. Οπότε εύλογα, ο πρώην υπουργός και ιστορικό στέλεχος της ΝΔ, παρεμβαίνει και τώρα στη συζήτηση για τον νέο αναθεωρητικό κύκλο που αναμένεται να ανοίξει από την κυβερνώσα Αριστερά. Αν κάτι τον ανησυχεί είναι το οξύ κλίμα αντιπαράθεσης, που εμποδίζει την επίτευξη της πιο σημαντικής προϋπόθεσης για την αναθεώρηση, της συναίνεσης. Παράλληλα, ξεκαθαρίζει πως διαφωνεί με την τσιπρική πρόταση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Την θεωρεί επικίνδυνη επειδή «η εμπλοκή του πολίτη στα επιμέρους άρθρα απαιτεί και τις απαραίτητες γνώσεις».
Ο Πρωθυπουργός είχε πει πως τον Οκτώβριο θα ξεκινήσει η συνταγματική αναθεώρηση. Είμαστε όμως στις 13 του μήνα και οι κυβερνητικές διαρροές έχουν μεταθέσει την έναρξη της διαδικασίας για τον Νοέμβριο. Θα γίνει τελικά η αναθεώρηση;
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 του Συντάγματος «η ανάγκη της αναθεώρησης του Συντάγματος διαπιστώνεται με απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται, ύστερα από πρόταση πενήντα τουλάχιστον βουλευτών, με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον έναν μήνα». Η δέσμευση αυτή του Συντάγματος δημιουργεί, επομένως, το ερώτημα κατά πόσον είναι εφικτή σήμερα η τήρηση των προθεσμιών που θέτει η διάταξη αυτή υπό το υφιστάμενο πολιτικό κλίμα. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα ακόμη πολιτικό τέχνασμα του κυρίου Τσίπρα. Διότι, άφησε την τελευταία στιγμή να προτείνει την αναθεώρηση, εφόσον δεν έχει σκοπό να την πραγματοποιήσει. Θα πρέπει όλοι μας να γνωρίζουμε ότι η αναθεώρηση είναι μια κορυφαία πράξη στο πολίτευμά μας. Γι’ αυτό, άλλωστε, το Σύνταγμα προβλέπει να μην πραγματοποιείται πριν από την πάροδο της πενταετίας από την τελευταία αναθεώρηση και σημαντική της προϋπόθεση αποτελεί η ευρεία συναίνεση. Ομως, το οξύ κλίμα αντιπαράθεσης, το οποίο επικρατεί στις μέρες μας και που δημιούργησε και συντηρεί η κυβέρνηση, δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων.
Τι είδους συνταγματική αναθεώρηση προβλέπετε πως θα επιδιώξει η κυβερνητική πλειοψηφία;
Ακόμα δεν γνωρίζουμε ποιο θα είναι το ακριβές περιεχόμενο που θα προταθεί για αναθεώρηση από την κυβερνητική πλειοψηφία. Αν πρόκειται περί ενός κειμένου που είχε δημοσιευθεί προ αρκετού χρόνου, ασφαλώς δεν πρόκειται περί σοβαρής προσπάθειας. Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε διατάξεις ριζοσπαστικές, όπως οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, το ασυμβίβαστο υπουργικού και βουλευτικού αξιώματος, η αύξηση των βουλευτών επικρατείας, η άρση απαγόρευσης για την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, η σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου και ο αδιάβλητος τρόπος επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Ωστόσο, δεν φαίνεται ότι η κυβερνητική πλειοψηφία έχει τη βούληση για τέτοιες βαθιές τομές.
Αν υπήρχε ένα μόνο άρθρο, στο οποίο θα μπορούσαν να συμφωνήσουν τα δυο μεγάλα κόμματα ότι πρέπει να κριθεί αναθεωρητέο, ποιο θα έπρεπε να είναι αυτό κατά τη γνώμη σας;
Μια διάταξη στην οποία εκτιμώ ότι υπάρχει καθολική αποδοχή είναι η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, που στις μέρες μας συνδέεται με τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Κατά το ισχύον Σύνταγμα αυτό, βέβαια, είναι παράλογο. Συμφωνώ με τον καθηγητή κ. Μανιτάκη ότι «για την αποφυγή της διάλυσης της Βουλής θα μπορούσε να εφαρμοσθεί ο συνταγματικός καταναγκασμός της Βουλής να συνέρχεται ανά πενθήμερο και να επαναλαμβάνει την ψηφοφορία, μέχρις ότου επιτευχθεί ο πολυπόθητος αριθμός των 180 βουλευτών και να καταλήξει σε πρόσωπο κοινής αποδοχής» (βλ. Συνταγματικοί Στοχασμοί, σελ. 10, Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2015). Η λύση αυτή αποσυνδέει την πρόωρη διάλυση της Βουλής η οποία είναι φυσικό ότι δημιουργεί προβλήματα στο εκάστοτε κυβερνητικό έργο. Ο Πρωθυπουργός, σε παλαιότερη συνέντευξή του, είχε αναφέρει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θα εκλέγεται από τη Βουλή, αλλά από τον λαό. Δεν γνωρίζω αν ο κ. Τσίπρας επιμένει στην άποψη αυτή. Θα πρέπει να γνωρίζει, όμως, ότι σύμφωνα με κορυφαίους συνταγματολόγους η εκλογή του Προέδρου από τον λαό οδηγεί σε αλλαγή του πολιτεύματος.
Εχει γίνει λόγος και για δημοψήφισμα με αντικείμενο τη συνταγματική αναθεώρηση. Θεσμικά μιλώντας, θα ήταν μια σώφρονα πράξη η διεξαγωγή του;
Είναι γεγονός πως όταν η πολιτική βρίσκεται μπροστά σε αδιέξοδα, πολλαπλώς ακούγεται η αναγκαιότητα του να διενεργηθούν δημοψηφίσματα. Το ζήτημα είναι αν αυτό είναι επιτρεπτό από το ισχύον Σύνταγμα. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» και «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό». Αδιαμφισβήτητος πυρήνας αυτών παραμένει η γενική ιδέα της συμμετοχής του λαού στην άσκηση της εξουσίας. Η συμμετοχή του λαού, βέβαια, είναι πληρέστερη όταν είναι άμεση. Πράγματι η άμεση συμμετοχή του πολίτη τον ανασύρει από την απάθεια και την παθητικότητα και τον ασκεί στην υπευθυνότητα. Ομως η συμμετοχή του λαού στη νομοθετική διαδικασία διά του δημοψηφίσματος παρουσιάζει και επικινδυνότητες. Ειδικότερα, η έκφραση γνώμης με ένα «ναι» ή ένα «όχι» ενέχει δυσχέρειες – σε κάθε περίπτωση – καθώς ο τρόπος που τίθεται το ερώτημα προδικάζει εν πολλοίς και την απάντηση που θα δοθεί σε αυτό, ενώ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι εκφράζει και την αληθινή βούληση του ερωτώμενου. Και αυτό γιατί η εμπλοκή του πολίτη στα επιμέρους άρθρα απαιτεί και τις απαραίτητες γνώσεις. Πρόκειται για περίπλοκες έννοιες στις οποίες δεν είναι σε θέση ο λαός να απαντήσει. Τονίζω δε, ότι τα τελευταία χρόνια, σε διεθνές επίπεδο, σε όλα τα δημοψηφίσματα που διενεργήθηκαν οι πολίτες δεν ψήφισαν με βάση το ερώτημα που τους τέθηκε, αλλά με διαφορετικό διακύβευμα. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και συζήτηση. Αλλωστε, ακόμα παραμένει νωπό στη μνήμη των πολιτών το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015 όπου το Ναι έγινε Οχι και το Οχι έγινε Ναι. Ελπίζω ότι ο Πρωθυπουργός δεν θα επιχειρήσει να «εργαλειοποιήσει» μια ακόμη κορυφαία θεσμική διαδικασία, προκειμένου να αντλήσει ο ίδιος προσωπικά και μικροπολιτικά οφέλη.