«Ολοι μας γεννιόμαστε με ένα δώρο. Εγώ κατάλαβα από νωρίς ότι αυτό ήταν η φωνή μου. Για να την εξελίξω πρώτα αγάπησα τη μουσική και της αφοσιώθηκα. Ηταν ένας τρόπος για να πω ευχαριστώ». Αυτή η δήλωσή της πριν από σχεδόν 20 χρόνια στον «Γκάρντιαν» έχει διατυπωθεί πολλές φορές μέσα από συνεντεύξεις της. Ηταν ένα από τα αγαπημένα μάντρα της Μονσεράτ Καμπαγέ, που εμπεριείχε μεγάλο μέρος από τον χαρακτήρα της και την ποιότητά της.

Τη μεγάλη κυρία της όπερας αποχαιρέτησαν στην Βαρκελώνη, την πόλη όπου γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1933, τη Δευτέρα στενοί συγγενείς της και πρόσωπα της πολιτικής ηγεσίας. Επιθυμία της ήταν να ενταφιαστεί μαζί με τους γονείς της στο κοιμητήριο Sant Andreu στην καταλανική πρωτεύουσα. Ολα έγιναν όπως ήθελε και στην τελευταία της κατοικία τη συνόδεψαν η κόρη της Μονσεράτ Μαρτί, υψίφωνος, ο σύζυγός της Μπαρναμπέ Μαρτί, πρώην τενόρος και λίγοι συγγενείς.

Παρόντες για το ύστατο χαίρε ήταν η βασίλισσα Σοφία, ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ, ο αυτονομιστής πρόεδρος της Καταλωνίας, Κιμ Τόρα, ο μουσικός Ζόρντι Σαβάλ, ο Χοσέ Καρέρας. Και η δήλωση που έκανε ο σπουδαίος τενόρος ρίχνει λίγο ακόμη φως στην εξαίρετη περσόνα της Καμπαγέ. «Για εμένα, η Μονσεράτ ήταν η πιο σημαντική υψίφωνος του 20ού αιώνα, ήταν, αν μπορεί κάποιος να το πει, η Μαρία Κάλλας. Διέθετε το χάρισμα προσαρμογής και μια εξαιρετική αγάπη».

Ομως αν κάποιος μπει στον κόπο για να δει τη σχεδόν σαν παραμύθι ζωή της Καμπαγέ θα αντιληφθεί ότι σε αυτήν η «ικανότητα» προσαρμογής ήταν ένα ακόμη σπουδαίο ταλέντο που διέθετε και ενδεχομένως συνέβαλε στο να προχωρήσει.

Οι περισσότερες αναφορές στον Τύπο για την ντίβα του λυρικού τραγουδιού μιλούν για φτωχούς γονείς και στερημένα παιδικά χρόνια. Είναι η μισή αλήθεια. Η Καμπαγέ μέχρι τα τέσσερά της χρόνια είχε μια ζωή ονειρεμένη. Ο μπαμπάς της Carlos Caballe i Borraw ήταν φαρμακοβιομήχανος. Ομως οι βομβαρδισμοί από τους Γερμανούς το 1937 – και ενώ μαινόταν ο ισπανικός εμφύλιος – εξαφανίζουν σπίτι και περιουσία, αφήνοντας την οικογένεια κυριολεκτικά στον δρόμο. Οι αστοί γονείς της πρόλαβαν και εμφύσησαν στη μικρούλα Μονσεράτ την αγάπη τους για τη μουσική αφού μέχρι τότε το σαλόνι τους κοσμούσε μια υπέροχη συλλογή δίσκων. Η Καμπαγέ από τα τρία της χρόνια τραγουδούσε με τεχνική αρτιότητα – που φυσικά δεν είχε διδαχθεί – και ερμηνευτική δεινότητα γυναίκας που έζησε τη ζωή ώς το μεδούλι της! Φυσικά οι μουσικόφιλοι γονείς της δεν έμειναν ασυγκίνητοι μπροστά σε αυτό το χάρισμα του παιδιού τους και έκαναν τα πάντα για να ανοίξει τα φτερά του και να πάει εκεί που ανήκει: στον κόσμο της μουσικής.

Η Maria de Montserrat Viviana Concepciόn Caballé i Folch, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, αποφοίτησε από το Ωδείο το 1954 με διάκριση. Την ολοκλήρωση των μουσικών σπουδών της την οφείλει σε μια εύπορη οικογένεια της Βαρκελώνης, η οποία είχε αναλάβει τα έξοδά της. Ομως η σπουδαία σοπράνο κατάφερε να εξελίξει τη μνημειώδη τεχνικής της και τον έλεγχο της αναπνοής της χάρη σε δύο δασκάλες της που τη δίδαξαν. Ενα στοιχείο στο οποίο πολλοί λένε ότι οφείλεται η μακροβιότητα της καριέρα της. Ισως, αλλά ποιος μπορεί να απαντήσει με σιγουριά τι της έδωσε τη λάμψη και τη θεσπέσια αιώρησή της στη σκηνή; Γιατί τέτοια ήταν η αίσθηση που άφηνε σε όσους είχαν την τύχη να την απολαύσουν σε μια από τις μεγάλες σκηνές του κόσμου όπου η Μονσεράτ Καμπαγέ θριάμβευε.

Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε εδώ και πολλά χρόνια. Αυτά ήταν η αιτία που πάρα πολλές φορές είχε αναγκαστεί να ακυρώσει παραστάσεις της. Στον κόσμο της όπερας κυκλοφορούσε, εν είδει ανεκδότου, η φράση «αυτή τη φορά η Καμπαγέ δεν θα ακυρώσει την εμφάνισή της». Κάποια στιγμή μάλιστα είχε δώσει εξηγήσεις: «Δεν είναι καπρίτσιο αλλά πραγματική αδυναμία να εμφανιστώ. Η υγεία μου είναι επιβαρυμένη και έχω υποβληθεί σε πολλές χειρουργικές επεμβάσεις». Αλήθεια, τις πόσες παραστάσεις θα έφτανε όταν ήδη η σπουδαία Καμπαγέ είχε φτάσει στην 60χρονη σχεδόν καριέρα της τις 4.000; Οσες ήταν οι ατυχίες και τα εμπόδια, άλλες τόσες ήταν οι δόξες, οι τιμές και οι αξεπέραστες ερμηνείες της και οι σπάνιες ηχογραφήσεις της. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η ντίβα του λυρικού τραγουδιού γύρισε σελίδα στο ρεπερτόριο του μπελ κάντο μέσα από τα έργα των Μπελίνι, Ροσίνι, Ντονιτσέλι και σφράγισε ρόλους όπως η Βιολέτα στην Τραβιάτα.

Δεχόταν με σεμνότητα τις τιμές και τους εξαίσιους τίτλους που της απέδιδαν. Ομως ποτέ δεν αποδέχθηκε τους χαρακτηρισμούς «τελευταία ντίβα» ή θρύλος. Κάποτε μάλιστα είχε πει: «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου θρύλο της όπερας, ούτε την “τελευταία ντίβα” όπως με αποκαλούν συχνά οι δημοσιογράφοι. Κάθε εποχή έχει τις ντίβες της και στη δική μου περίπτωση το μόνο που έκανα είναι να κάνω τη δουλειά μου καλά, κατά το δυνατόν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο».

Σεμνότητα ή ένα ακόμη τερτίπι μιας λαμπερής πριμαντόνας; Το βέβαιο είναι πως μια μέρα πριν από την κηδεία της, λίγο πριν από την παράσταση της όπερας του Βιντσέντζο Μπελίνι στο Λισέο, το κοινό χειροκρότησε όρθιο για πολλή ώρα, ενώ από τα μεγάφωνα ακουγόταν η αξεπέραστη ερμηνεία της στην άρια «Casta Diva από τη «Νόρμα» του Μπελίνι. Με την ίδια που το 1972 είχε κάνει τη Σκάλα του Μιλάνου να σειστεί. Και την ίδια ανατριχίλα θα νιώθουμε πάντα όταν την ακούμε…