Αρχές του 21ου αιώνα, Μπουένος Αϊρες, Ημέρα της Μητέρας. Ο Πάμπλο Επστέιν επισκέπτεται την υπερήλικη μητέρα του στο γηροκομείο, με σκοπό να τη σκοτώσει στο τέλος μιας μακράς ημέρας ανασκοπήσεων και αυτοψυχανάλυσης. Στον μακρύ, συνειδητά φλύαρο, ψυχαναγκαστικό μονόλογο που ακολουθεί θα ανατρέξει (εναλλάσσοντας διαρκώς πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση) στην οικογενειακή ιστορία, κυρίως όμως στην πρόσφατη ιστορία της Αργεντινής, με επίκεντρο την περίοδο 1974-1984, όταν οι στρατιωτικοί, μετά τη μακρά περίοδο χάους της περονικής εποχής που γέννησε το ένοπλο κίνημα των Μοντονέρος, πήραν την εξουσία προκειμένου να επαναφέρουν την τάξη. Είναι η εποχή της τρομοκρατίας από τη μια και των μαζικών εξαφανίσεων από την άλλη.
Ο εκ πατρός Εβραίος Πάμπλο Επστέιν, γεννημένος το 1943 (όπως και ο Πάμπλο Φέινμαν), είναι γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας βιομηχάνων, καλός στο να κλείνει δουλειές για λογαριασμό της επιχείρησης, που κάνει ταυτόχρονα πανεπιστημιακή καριέρα (φαίνεται πως στην Αργεντινή είναι εφικτό το πάντρεμα αυτό). Είναι φιλόσοφος της νεομαρξιστικής σχολής της εξάρτησης, περιστασιακός οπαδός της γαλλικής έμπνευσης σχολής της αποδόμησης, συγγραφέας ενός πονήματος με τίτλο «Επανάσταση και Τρίτος Κόσμος» και οραματιστής – κατά τα ήθη της εποχής – ενός μέλλοντος εμπνευσμένου από τον Τσε και τον Μάο. Στα χρόνια εκείνα είχε πάρει αποστάσεις από την αιματηρή εξέγερση και αμφισβήτησε την εν πολλοίς αργεντίνικης προέλευσης θεωρία «Κέντρου – Περιφέρειας» συνειδητοποιώντας ότι τίποτα σπουδαίο δεν πρόκειται να έλθει από μια βίαιη αντικαπιταλιστική εξέγερση – ότι απλούστατα η Αργεντινή είναι ένα ακόμη πιόνι στη σκακιέρα του Ψυχρού Πολέμου. Παρά ταύτα, τρέμει τον πέλεκυ των στρατιωτικών. Οντας ολίγον μεγαλομανής και θεωρώντας ότι αποτελεί στόχο καθώς το έργο του θα άλλαζε τη μοίρα της Λατινικής Αμερικής, μένει ξάγρυπνος τις νύχτες στο πολυτελές ρετιρέ όπου διαβιοί με τη γυναίκα και τους δύο γιους του. Οι στρατιωτικοί φυσικά έχουν σοβαρότερες σκοτούρες από το να ψάχνουν ψύλλους στα άχυρα της τριτοκοσμικής έμπνευσης μαρξιστικής βιβλιογραφίας της εποχής: να καταπνίξουν το αντάρτικο. Και το καταφέρνουν, μεταξύ άλλων μέσω του μεγάλου εθνικού θριάμβου του Μουντιάλ του 1978. Ο κόσμος των ιδεών στον οποίο μοιάζει να πιστεύει ο συγγραφέας δεν είναι το πεδίο της καταστολής των δικτατοριών της εποχής, άσχετο αν, κατά τον Μαρξ, αυτές είναι που θα εμπνεύσουν στις μάζες τον ταξικό αγώνα.
Διπλός φόβος
Ο Πάμπλο μένει άυπνος, καταφεύγει σε ποικίλων σχολών ψυχιάτρους και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον προδίδει και το σώμα του: καρκίνος του όρχεως. Χειρουργείται, επισκέπτεται γιατρούς, κάνει ακτινοβολίες και τα σχετικά, διαλέγεται εν μέσω φοβιών για τα πεπραγμένα της χούντας. Ενα μέρος του εαυτού του μοιάζει να προτιμά τη σύλληψή του (κάτι που θα δικαίωνε το έργο του) από την ανυποληψία στην οποία τον τοποθετεί η αδιαφορία της χούντας. Αυτό όμως διαφεύγει αφηγηματικά από τον συγγραφέα. Η περιγραφή του δομικού διπλού φόβου του θανάτου (από την ασθένεια και από τη χούντα) καταλαμβάνει τον μεγάλο όγκο του βιβλίου ως εξομολόγησης προς τη μητέρα τριάντα χρόνια μετά. Στο μεταξύ, πάντως, εμείς έχουμε μάθει πολλά πίσω από τις γραμμές της αφήγησης για τις σταθερές διαβίωσης της μεγαλοαστικής τάξης στην Αργεντινή, τον μεγαλοϊδεατισμό που διέπει τα πεπραγμένα της «ευρωπαϊκότερης από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής», τα επαναστατικά κελεύσματα των δεκαετιών του ’60 και του ’70, το πόσο κακό κάνουν οι χούντες γενικώς, τη διείσδυση των δυτικών ιδεών και του τρόπου ζωής σε μια μεγάλη, κάποτε φιλόδοξη χώρα που κατέληξε πολλάκις υπερχρεωμένη υπό την επιρροή του λαϊκισμού και της χωρίς όρια ανάπτυξης / κατανάλωσης.
Και η υπερήλικη μάνα; Παραλίγο να την ξεχάσω – δεν φταίω ωστόσο εγώ, μάλλον ο ίδιος ο Φέινμαν που αφηγείται περίπου σαν εκείνη να μην είναι παρούσα. Ούτε γίνεται και πολύ σαφές γιατί θα τη σκοτώσει, ίσως επειδή την παραλληλίζει συχνά με τη μάνα πατρίδα. Η μητέρα είναι μια κούκλα, ένα ελαφρώς αντιπαθές είδωλο, το αύταρκες πρόσχημα για να εκτυλιχθεί η αφήγηση του πολυγραφότατου αυτού συγγραφέα που έχει καμιά 20αριά τίτλους επικαιρικής φιλοσοφικής παραγωγής, χώρια κάμποσα αστυνομικά έργα και κινηματογραφικά σενάρια. Πολύ καλή η μετάφραση του Κρίτωνα Ηλιόπουλου.
Αστοί και εργάτες
Ο λαός αποδεικνύεται συντηρητικός
Ισως οι πιο ενδιαφέρουσες και διορατικές σελίδες του βιβλίου αφορούν τις σχέσεις της αστικής µε την εργατική τάξη. Το περίφηµο «επαναστατικό υποκείµενο» αναζητούνταν τα χρόνια εκείνα «στης γης τους κολασµένους» (κατά Φρανζ Φανόν) ή στις υπαίθρους του Τρίτου Κόσµου και όχι στο πάλαι ποτέ, ευρωπαϊκής κοπής βιοµηχανικό προλεταριάτο. Ωστόσο οι µάζες (ο λαός) αποδεικνύονται συντηρητικές και πάντως πολύ µακριά από τον ιδεότυπο που είχαν κατασκευάσει γι’ αυτές οι διανοούµενοι. Φέρ’ ειπείν, ο Πάµπλο σε µία από τις περιηγήσεις του στην ενδοχώρα καταφεύγει στις υπηρεσίες τοπικής καλλονής, εκδιδοµένης επί χρήµασι, σε αντίθεση µε τον βλάκα αδελφό της που εκτελέστηκε σε µια εξέγερση. («Το µουνί έχει διαχρονική αξία» θα αποφανθεί ο ήρωας και αυτή θα τον διαολοστείλει). Το ίδιο περίπου ισχύει για ποικίλους ευεργετηθέντες από τον Πάµπλο, που αποδίδουν τα δεινά της χώρας στις επαναστατικής κοπής ιδέες του και όχι βεβαίως στην ταξική εκµετάλλευση. Και η εξιδανικευµένη εργατική τάξη στην οποία συχνά καταφεύγει τα πάει µια χαρά µε το «ησυχία, τάξις και ασφάλεια» που έχει εγκαθιδρύσει η δικτατορία. Σας θυµίζει κάτι όλο αυτό; Ο Χέγκελ και ο Ντεριντά, ο Σαρτρ και ο Λακάν, που µπαινοβγαίνουν στην αφήγηση, λίγα θα καταφέρουν να κάνουν για τον αφηγητή, πολλώ µάλλον για την Αργεντινή, της οποίας η χρεοκοπία, εν µέσω αυτού του ορυµαγδού ονοµάτων και κακοφορµισµένων ιδεών, ελάχιστα φωτίζεται.
Η κριτική των όπλων
Μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, επιμ. Αννυ Σποράκου, σελ. 373, Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2018
Τιμή: 17 ευρώ