Ο μυθιστοριογράφος, διπλωμάτης και διανοούμενος Ρόδης Ρούφος με την τριλογία του «Χρονικό μιας σταυροφορίας», αλλά και τα μυθιστορήματα «Χάλκινη εποχή» και «Γραικύλοι» άφησε ισχυρό αποτύπωμα στη συζήτηση για τον ελληνικό εξαστισμό, τον εκσυγχρονισμό, τον πατριωτισμό ως καθήκον προς τον λαό, αλλά και για την απουσία μιας ελληνικής ορθολογικής κριτικής σκέψης. Ο Ρούφος είναι ένας «συντηρητικός» που ασκεί υψηλότερη και βαθύτερη κριτική στον συντηρητισμό απ’ ό,τι πολλοί «προοδευτικοί». Επί της ουσίας ο Ρούφος γράφει από τη σκοπιά του κριτικού ορθολογιστή.
Τέτοια ακριβώς είναι και τα κείμενα που παρουσιάζονται σ’ αυτόν εδώ τον τόμο. Κείμενα που γράφηκαν σε δύο περιόδους. Η πρώτη εκτείνεται από το 1955 έως το 1966. Εδώ προβάλλεται η σύνθετη αντίληψη του συγγραφέα για τον πνευματικό κόσμο και τα καθήκοντά του. Η δεύτερη αποτελείται από άρθρα που γράφηκαν μέσα στη δικτατορία (1970-1971). Αυτά φανερώνουν έναν γενναίο διανοούμενο που με το πρόσχημα της κριτικής σε «ανατολικές» και «δυτικές» δικτατορίες ήταν από τους λίγους που έγραψε καθαρά κατά της ελληνικής χούντας.
Συνολικά στα κείμενά του όπως «Η νεοελληνική συντηρητική ιδεολογία» (1956), «Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου» (1963), η «Απολογία μια παρακμής» (1966), στις βιβλιοκρισίες και των δύο περιόδων, αλλά και στα γραμμένα μέσα στη δικτατορία άρθρα, κυριαρχεί μια αίσθηση απογοήτευσης «από τη νίκη του παρελθόντος πάνω στο μέλλον, της σκοπιμότητας πάνω στην άτεγκτη δημοκρατική συνέπεια, της “εθνικοφροσύνης” σαν κομματικού συνθήματος πάνω στον απλό πατριωτισμό όλων των Ελλήνων» (σ. 208-209). Είναι η αίσθηση της αδυναμίας τού χωρίς ελιτισμό πνευματικού ανθρώπου να αντιπαρατεθεί επιτυχώς στην έλευση των σύγχρονών του Αλάριχων. Αυτοί σήμερα εμφανίζονται, στη μια πλευρά του νομίσματος, ως Κολόμβοι της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» και στην άλλη ως κυματοθραύστες των «ελαττωματικών ιδεών της Αριστεράς» και υποστηρικτές των Ειδικών Δικαστηρίων για τα πάντα και όλους.
Αλλά κατά τον Ρούφο ο πολιτισμός, η πολιτισμένη συμπεριφορά δηλαδή, απαιτεί μια κάποιου είδους αριστοτελική μεσότητα. Ο Αλάριχος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με όπλο τον φανατισμό, αλλά με όπλο τη σκέψη και τη γραφή ανθρώπων σαν τον Αγγελο Βλάχο και τον Σάκη Πεπονή, βιβλία των οποίων παρουσιάζει. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα που μπορεί να τίθεται στην προμετωπίδα κάθε διατριβής κατά του φανατισμού. «Η πολιτεία που θα πολεμούσε τους Ανατολικούς Γότθους με τη βοήθεια και τις μεθόδους των Δυτικών Γότθων θα έπαυε να δικαιώνει την ύπαρξή της» (σ. 107). Πόσο διεισδυτική και πολύτιμη σκέψη; Ιδιαίτερα σήμερα, σε εποχές που το μίσος κυριαρχεί στο βαθύ Διαδίκτυο ως μέσο δημόσιας προβολής της αγραμματοσύνης και του φανατισμού.
Κοινοτοπία περί Αριστεράς
Πολλοί μιλούν για την κυριαρχία της Αριστεράς στον κόσμο των ιδεών μετά την ήττα της στον Εμφύλιο. Αν διαβάσουν τον Ρούφο θα ανακαλύψουν πόση κοινοτοπία εμπεριέχεται σ’ αυτή την άποψη. Γι’ αυτόν είναι η συντηρητική ιδεολογία που κρατάει τον πρώτο ρόλο στη διαμόρφωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και αυτό αφορά την κυριαρχία του αντιφατικού συντηρητικού τρίπτυχου «Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια». Αντιφατικού, γιατί η προάσπιση καθενός ξεχωριστά από τα τρία ιδεοτυπικά ιδανικά έρχεται σε σύγκρουση με την προάσπιση του άλλου. Η υπεράσπιση του καθενός εξ αυτών των ιδανικών προϋποθέτει την «υποταγή» των άλλων δύο σ’ αυτό. Κυρίαρχου, γιατί ούτε καν το ΚΚΕ δεν αμφισβήτησε αυτούς τους συντηρητικούς ιδεοτύπους. Και συντηρητικού, γιατί αυτό στοχεύει στην αναπαραγωγή αυτού που έχει γίνει συνήθεια. Προσθέτει όμως πως η νεοελληνική συντηρητική ιδεολογία έδειχνε ότι «δεν διαθέτει τον πνευματικό εξοπλισμό, ούτε τα στελέχη που χρειάζονται για έναν ανοικτό συναγωνισμό στο επίπεδο των ιδεών» (σ. 69).
Ο Ρούφος όμως δεν χαρίζεται και σ’ εκείνον τον φιλελληνισμό, όπως αυτός του Πάτρικ Λι Φέρμορ, όπου η νοσταλγία για τον «πρωτογονισμό» επικρατεί του αιτήματος της νεωτερικότητας. Ούτε βλέπει και με πολύ καλό μάτι τον πολυεκθειαζόμενο τοπικιστικό πατριωτισμό και τις συνάδουσες με αυτόν αγριότητες του Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη. «Υπερβολές» το χαρακτηρίζει. Ενώ κατανοεί τη «νοσταλγία για τα παλιά», συνάμα πιστεύει πως η λατρεία του παλιού συμβαδίζει με έναν άκρατο αβαθή μοντερνισμό – τον αμερικανισμό. Γνωρίζει ότι ο ρομαντισμός και η λατρεία του πρωτογονισμού ελκύουν πολλούς διανοουμένους, αλλά και φιλέλληνες. Επιμένει όμως πως «αν το δίλημμα είναι “γραφική φτώχεια” ή “κακόζηλη μίμηση του βιομηχανικού πολιτισμού με κάποια άνεση”, ποιος από εμάς θα ‘παιρνε την ευθύνη να διαλέξει το πρώτο, όσο και να βλέπει τις ασχήμιες του δεύτερου;» (σ. 93).
Στην κριτική του κατά των δικτατοριών εστιάζει σε αυτό που αποκαλεί «περιφρονητές του πλήθους». Πίσω από τις δικτατορίες βρίσκεται η περιφρόνηση για το πλήθος και «τους άξεστους, φτωχούς και αγράμματους ανθρωπάκους» που θέλουν και να κυβερνούν. Πόσο ωραίες σκέψεις θα μπορούσε να καταθέσει και σήμερα όπου το ελληνικό εκκρεμές κινείται από το «η αριστεία είναι ρετσινιά» στον κοινωνικό αυτοματισμό τού «μόνο οι άξιοι αξίζουν»; Ο Ρούφος υποστήριζε πάντα πως η απουσία αριστοκρατίας και αστικής τάξης (όχι αστών γενικά) βρίσκεται πίσω από την ταλάντωση της χώρας μας μεταξύ πρωτογονισμού και αβαθούς και αντιλαϊκού νεωτερισμού.
Τέλος, κρατώ την πνευματική διάκριση που κάνει μεταξύ δημοκρατίας και φιλελευθερισμού, ενώ ταυτοχρόνως επισημαίνει την πρακτική ενότητά τους. «Μεθοδολογικά και ιστορικά επιβάλλεται διάκριση ανάμεσα στη δημοκρατία και τον φιλελευθερισμό… (αλλά) πρακτικά δημοκρατία χωρίς σεβασμό των ατομικών ελευθεριών ούτε στην πράξη δοκιμάστηκε ποτέ συστηματικά στους νεότερους χρόνους, αλλά ούτε και θεωρητικά στέκεται» (σ. 232-233).
Η έκδοση συνοδεύεται από την Εισαγωγή του Νίκου Αλιβιζάτου. Αυτός σ’ ένα ιδιαίτερα πυκνό σε περιγραφή και ιδέες κείμενο επαναφέρει στο τραπέζι του διαλόγου τον «κοσμοπολίτικο πατριωτισμό» διανοουμένων όπως ο Ρόδης Ρούφος και ο Γιώργος Θεοτοκάς.
«Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια»
Εστία, 2018,
σελ. 264
Τιμή: 14 ευρώ