Στην κορύφωση των προσφυγικών ροών προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έτυχε να γνωρίσω έναν αξιωματικό του Λιμενικού. Αθυρόστομος, τραχύς στους τρόπους του, δεν μπορούσες να ερμηνεύσεις εύκολα τα πιστεύω του, τις απόψεις του.

Κάποια στιγμή τον ρώτησα αν θα μπορούσε η Ελλάδα να επέμβει έτσι ώστε να μειωθούν οι προσφυγικές ροές από τα μικρασιατικά παράλια.

«Είναι πολύ εύκολο. Τον καιρό που υπηρετούσα εγώ σ’ εκείνα τα μέρη σπρώχναμε τις βάρκες προς την Τουρκία και τους αποθαρρύναμε να έρθουν στα νησιά» μου είπε.

Δεν πολυκατάλαβα τι εννοούσε. Ούτε τον ρώτησα ποια εποχή συνέβαιναν όσα περιέγραφε. Ο τρόπος που μιλούσε με αποθάρρυνε. Αντιλήφθηκα όμως πως ο τύπος δεν είχε καμία σχέση με τον Κυριάκο Παπαδόπουλο, τον ήρωα του Αιγαίου.

Αυτή την τεράστια καρδιά που ζέστανε στην αγκαλιά της χιλιάδες κυνηγημένους σώζοντάς τους από τα παγωμένα αιγαιοπελαγίτικα νερά.

Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, που έφυγε από τη ζωή τόσο νωρίς, είναι το άλλοθι της πατρίδας μας. Το άλλοθι των αμαρτιών μας.

Κάτω από την αυταπάρνηση, τον αλτρουισμό και τη σεμνότητά του, την ανιδιοτελή αγάπη του για τον Ανθρωπο τον οποίον αρνείται να ξεχωρίσει από το χρώμα, τη θρησκεία, την πατρίδα του, αλλά μόνο από την αξία της ζωής του, έκρυψε τη δική μας ντροπή.

Μας ξέπλυνε από τη βορβοροκύληση του υποτροπιάζοντος ρατσισμού μας. Αγαπάμε τους ξένους αλλά μακριά από μας. Να μην τους βλέπουμε, να μην τους μυρίζουμε, να μην υπάρχουν. Στη Μόρια και πιο πέρα.

Ηρωας δεν γίνεσαι από τα ντόρτια της ζωής αλλά από το σμίλεμα της ψυχής και τον φόβο της ήττας του ίδιου του εαυτού σου. Τους Κυριάκους Παπαδόπουλους τους βρίσκεις πάντοτε στο φως. Οπως σ’ αυτό το υπέροχο, λαμπερό, ποιητικό αιγαιοπελαγίτικο φως το οποίο φανερώνει τις ανομίες μας και τα χαρίσματά μας. Τους ανθρώπους και τα κτήνη, τον ουμανισμό και τους μεταπράτες της δυστυχίας.

Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη τους ήρωες, έγραψε ο Μπρεχτ. Αλίμονο στην Ελλάδα.