Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, όπου πολλοί και διάφοροι απολαμβάνουν κύρος και ισχύ μόνο και μόνο επειδή τυχαίνουν αποσπόρια σημαντικών γονέων ή παππούδων, η είδηση θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: «Απεβίωσε η νύφη του Στράτη Μυριβήλη». Θα ήταν κατάφωα άδικο, κυρίως δε εξόφθαλμα ανακριβές. Το πέρασμα της Καίτης Μυριβήλη από τη ζωή θα άφηνε ίχνος εξίσου βαθύ ακόμα κι αν δεν είχε παντρευτεί τον γιο τού σημαντικότατου συγγραφέα.
Σκεφτείτε ένα κορίτσι γεννημένο το 1926 να μεγαλώνει ανέμελα, στα πούπουλα, σε ένα αρχοντόσπιτο στη Θεσσαλονίκη. Στην αρχή της εφηβείας του, ο πατέρας του ξαφνικά πεθαίνει. Την επαύριο διαπιστώνεται ότι ο μεγαλέμπορος Κασιμάτης ήταν πνιγμένος στα χρέη. Πως η οικονομική καταστροφή θα ερχόταν άφευκτα. Η οικογένεια μετακομίζει άρον άρον σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα κι ενώ αγωνίζεται να μαζέψει τα συντρίμμια της, έρχεται ο Πόλεμος και η Κατοχή. «Μοιράζονταν στα πέντε τη σούπα που έφερνε ο μεγάλος αδελφός απ’ το φοιτητικό συσσίτιο… Μάδησε ένα πρωί η Καίτη μία σκούπα, έβγαλε κάτι κόμπους – κάτι σπόρους – μέσα απ’ τα άχυρά της, ξεγέλασε μασουλώντας τους την πείνα της…». Η κολλητή της φίλη είναι Εβραία. Η Καίτη φοράει δίχως δεύτερη σκέψη κίτρινο αστέρι στο πέτο της για να την επισκέπτεται στο γκέτο.
Με την Απελευθέρωση, εισάγεται στη Νομική Σχολή. Τι περισσότερο θα μπορούσε να ονειρευτεί μια πτωχή ορφανή; Για να καλύπτει τα έξοδά της, πιάνει δουλειά στο Αμερικανικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, ξυπνάει το πάθος της για την Αμερική.
Η πρόσληψη των Ηνωμένων Πολιτειών από τους Ελληνες κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες στάθηκε – έτσι ή αλλιώς – μονολιθική.
Για τους αριστερούς αποτελούσε την αυτοκρατορία του κακού, την υπερδύναμη – τύραννο των λαών, που έπνιγε στο αίμα τους αντάρτες στον Γράμμο, στην Κορέα και στο Βιετνάμ, που αποβλάκωνε τους πολίτες της μπουκώνοντάς τους με χάμπουργκερ και με κόκα – κόλα. Για τους νικητές του Εμφυλίου ήταν η πανίσχυρη σύμμαχος, στην οποία χρωστούσαν την ελευθερία τους, κυρίως δε τη δεσπόζουσα κοινωνικοοικονομική τους θέση. Υπερβαίνοντας εαυτούς σε δουλοπρέπεια, αρκετοί έλληνες πρωθυπουργοί αντί να δέχονται τον πρέσβη στο γραφείο τους, τον επισκέπτονταν εκείνοι και του υπέβαλλαν τα σέβη τους.
Στην πιάτσα βέβαια «Αμερικανάκι» σήμαινε τον αφελή τουρίστα. Ούτε περνούσε απ’ το μυαλό του ταβερνιάρη ότι ο επισκέπτης από τη Νέα Υόρκη ή ακόμα κι απ’ την Οκλαχόμα πλήρωνε αδιαμαρτύρητα τον παραφουσκωμένο λογαριασμό όχι από βλακεία αλλά από διάθεση ελεημοσύνης προς τους «ιθαγενείς» του Αιγαίου… Υπήρχε σε πάρα πολλές οικογένειες και ο θείος από την Αμερική. Ο μετανάστης που φτύνοντας αίμα τα είχε κουτσοκαταφέρει εκείθεν του Ατλαντικού. Συνήθως οι όψιμοι ενταύθα αστοί τον θεωρούσαν βλαχαδερό, καθηλωμένο στην ανάμνηση του χωριού του. Δέχονταν μολοντούτο ευχαρίστως τις φριτέζες και τα μεταξωτά βρακιά που τους έστελνε.
Η Καίτη Μυριβήλη ανακάλυψε – και αποκάλυψε στα πιο ταλαντούχα παιδιά της γενιάς της – μιαν άλλη Αμερική. Την Αμερική του Τενεσί Ουίλιαμς και του Εντουαρντ Αλμπι. Του Ααρον Κόπλαντ και του Ντίζι Γκιλέσπι. Εναν κυκεώνα ρηξικέλευθης τέχνης και φρέσκιας σκέψης. Κατηφόρισε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και έγινε η «ντι-τζέι» της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης. Σε ένα καμαράκι που ξεχείλιζε από δίσκους εισαγωγής, μύησε τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Βασίλη Βασιλικό στην τζαζ. Τους έβαλε να ακούσουν ροκ εν ρολ. Πρότεινε στον Κάρολο Κουν το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» και ανέλαβε να το μεταφράσει η ίδια. Για να κατανοήσει και να αποδώσει ορθά τις εκφράσεις της αργκό, κατέβαινε στον Πειραιά και έπιανε κουβέντα με τους ναύτες του Εκτου Στόλου.
Η συνέχεια θυμίζει «Ματαρόα». Οπως εκείνο το νεοζηλανδικό βαπόρι φυγάδευσε το 1945, από την κόλαση του Εμφυλίου, στη Γαλλία τον ανθό της ελληνικής νεολαίας – τον Καστοριάδη, τον Σβορώνο, τον Αξελό -, έτσι η Καίτη Μυριβήλη έδινε υποτροφίες για την Αμερική σε όσους προικισμένους Ελληνες ασφυκτιούσαν εδώ επί χούντας. Στον Δημήτρη Μαρωνίτη, στον Δημήτρη Νόλλα, στον Κώστα Ταχτσή… Είχε παραιτηθεί από βοηθός μορφωτικού ακολούθου στην Αμερικανική Πρεσβεία την επαύριο του πραξικοπήματος. Είχε αναλάβει όμως υπεύθνη του Ιδρύματος Φορντ.
Φιλοδοξία, κινητήριος δύναμη της Καίτης Μυριβήλη ήταν η Ελλάδα να ανοιχθεί σε έναν δημιουργικό κοσμοπολιτισμό. Να μπολιαστεί και να μπολιάσει. Εχθρός της πάντα στάθηκε η εσωστρεφής μας μιζέρια. Η ψωροκώσταινα που σηκώνει «επαναστατικά» την αριστερή της γροθιά ενώ ταυτόχρονα απλώνει τη δεξιά της παλάμη επαιτώντας.
Η Καίτη Μυριβήλη μετέστη ανεπαίσχυντα, ανώδυνα, ειρηνικά την περασμένη Παρασκευή, αφού απόλαυσε στον καναπέ του σπιτιού της γαύρο αγορασμένο από τη λαϊκή αγορά.
Απ’ την κηδεία της απουσίαζαν οι περισσότεροι από τους παλιούς της φίλους. Την περίμεναν στην αντίπερα όχθη. Την κατευόδωσε ο Βασίλης Βασιλικός. Εμφανίστηκε στο νεκροταφείο με στενό παντελόνι, ζώνη με γυαλιστερή μεταλλική αγκράφα, πολύχρωμο πουκάμισο με μεγάλους γιακάδες. Βγαλμένος – λες – από μιαν άλλη εποχή. «Μπίτνικ είστε σωστός!» τον αγκάλιασα. Δεν είχα αμφιβολία ότι τιμούσε κι έτσι την Καίτη Μυριβήλη. Ντυμένος στο ξόδι της με τον τρόπο της ατίθασης νιότης τους.