Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης η κληρονομιά της στην οικονομία είναι ιδιαίτερα βαριά. Το δημόσιο χρέος παρά το PSI και τα μέτρα ελάφρυνσης παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Εξίσου υψηλό είναι και το ιδιωτικό χρέος – ληξιπρόθεσμες οφειλές στο Δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία και τα τραπεζικά δάνεια. Ειδικά τα κόκκινα δάνεια παραμένουν σημαντική πηγή αβεβαιότητας για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας στον βαθμό που περιορίζουν τις δυνατότητες των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια σε υγιείς και βιώσιμες επιχειρήσεις.
Αλλά και το κοινωνικό αποτύπωμα της κρίσης, όπως αυτό προκύπτει από την ψηλή ανεργία και τους επιδεινωμένους κοινωνικούς δείκτες, είναι ιδιαίτερα αισθητό. Είναι προφανές ότι πίσω από τα μεγάλα προβλήματα που μας κληροδότησε η κρίση του 2008 κρύβεται η αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να εισέλθει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.
Αν και οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις είναι πολύ επισφαλείς, η εκτίμηση του ΔΝΤ ότι η Ελλάδα σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα θα έχει ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ 1%-1,25%, αν επιβεβαιωθεί, θα παρατείνει τα αδιέξοδα. Η οριστική και ασφαλής έξοδος από την κρίση προϋποθέτει ρυθμούς πραγματικής ανάπτυξης άνω του 2,5%.
Αυτός είναι ένας ιδιαίτερα φιλόδοξος στόχος αν λάβουμε υπόψη τις αβεβαιότητες που προκαλούν οι εξελίξεις στην Ιταλία και την Τουρκία και τις επιπτώσεις τους στην ελληνική οικονομία, αλλά και το πιθανό ενδεχόμενο ανόδου των επιτοκίων στο προσεχές μέλλον.
Αρνητική όμως επίδραση στις προοπτικές της οικονομίας έχουν και οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ετσι, μετά τη διετή ύφεση 2015-2016, το 2017 ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν θετικός αλλά κινήθηκε στο μισό της αρχικής πρόβλεψης. Για το 2018 προβλέπεται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι στο 2,1%.
Αν κάτι πρέπει να μας προβληματίζει από τα στοιχεία του πρώτου και του δεύτερου τριμήνου 2018 για το ΑΕΠ είναι ότι για την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης έναντι των αρχικών εκτιμήσεων ευθύνονται οι μειωμένες επενδύσεις.
Ο ρόλος των επενδύσεων για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας είναι καθοριστικός. Στον βαθμό που κατευθύνονται στον διεθνή και εξωστρεφή τομέα της οικονομίας διασφαλίζουν την αναγκαία αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου. Ταυτόχρονα διασφαλίζουν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Οι ιδεοληψίες όμως και η αρνητική στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έναντι των ιδιωτικών επενδύσεων καθηλώνουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Εξίσου αρνητική επίδραση έχει και η δέσμευση που επέβαλε η κυβέρνηση στη χώρα για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Αυτός ο στόχος δεν επιτρέπει αλλαγή στο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να μειωθούν τα φορολογικά βάρη που επέβαλε η κυβέρνηση την τελευταία τριετία για να πετύχει τα υπερπλεονάσματα.
Το Κίνημα Αλλαγής θεωρεί ότι η μόνη διέξοδος για τη χώρα την επομένη των εκλογών περνά μέσα από μια ευρύτερη συνεννόηση για ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές. Ετσι, η χώρα θα ανακτήσει την αξιοπιστία της και θα διεκδικήσει τη μείωση του στόχου στο 2% του ΑΕΠ.
Ο δημοσιονομικός χώρος που θα προκύψει πρέπει να αξιοποιηθεί για τη φορολογική ελάφρυνση ώστε μαζί με τις διαρθρωτικές αλλαγές να διευκολυνθεί η προσέλκυση επενδύσεων. Ετσι μόνο θα διασφαλιστεί η οριστική και ασφαλής έξοδος της χώρας από την κρίση και η στήριξη όσων χτυπήθηκαν από αυτήν.
Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι τομεάρχης Οικονομικών του Κινήματος Αλλαγής, πρώην υπουργός