Στις κάλπες προσέρχονται αύριο οι πολίτες της Βαυαρίας, του οικονομικά ισχυρότερου από τα ομόσπονδα κράτη που συναπαρτίζουν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το αποτέλεσμα, όποιο και αν είναι ανάμεσα στα πιο πιθανά σενάρια, θα επιφέρει ένα ακόμα πλήγμα όχι μόνον στην τοπική και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της χώρας. Και, κυρίως, στο πάλαι ποτέ «κοινό» όραμα της Ευρώπης που κάθε μέρα που περνάει υποχωρεί όλο και περισσότερο έχοντας ήδη πλέον αγγίξει κριτικά για την επιβίωσή του επίπεδα. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε πια ήδη στην εποχή του «μετά την Ευρώπη» η οποία δεν μπόρεσε να διασφαλίσει την επιβίωσή της εν μέσω των τρικυμιών που σήμερα την πνίγουν: το Μεταναστευτικό, την αποτυχία της «κοινής» δημοσιονομικής πολιτικής, την ακόμα μεγαλύτερη έναντι μειζόνων γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Εχουμε ήδη de facto εισέλθει στην εποχή της επανεθνικοποίησης. Του «μετά». Και όποιος δεν το βλέπει, απλώς δεν θέλει να το δει.
Ενόψει των αυριανών εκλογών είναι και που ο υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας Ζεεχόφερ εκστόμισε την αξιοθρήνητη φράση σχετικά με το αν θα ήταν καλύτερα να κυβερνούσαν μόνιμα οι Βαυαροί την Ελλάδα: θέλει να συγκρατήσει το κόμμα του από μία πολύ πιθανή ιστορική ήττα. Ομως του διαφεύγει η ουσία: ότι όχι μόνον την Ελλάδα, αλλά, πρακτικά, την Ευρώπη ολόκληρη ίσως δεν την κυβερνούν τυπικά, αλλά σίγουρα την οδηγούν και την κατευθύνουν ίσως όχι οι Βαυαροί, αλλά σίγουρα οι Γερμανοί και οπωσδήποτε απροσχημάτιστα τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια. Είναι τα χρόνια στα οποία το «κοινό» όραμα τσακίστηκε στα βράχια. Και αυτό δεν αλλάζει βέβαια με φτηνές εμπρηστικές εξυπνάδες.
Ενόσω όμως στη Γερμανία αναμένουν τις βαυαρικές κάλπες, στην Ιταλία η δημοφιλία του άγνωστου μέχρι προχθές πρωθυπουργού Κόντε απογειώνεται, ενώ η κυβέρνησή του έχει προκαλέσει τρόμο σε Βερολίνο και Βρυξέλλες με τη Ρώμη να το ξεκόβει: «Δεν θα μας κάνετε Ελλάδα». Εν μέσω όλων αυτών άπαντες πια παραδέχονται ότι το ελληνικό πείραμα έχει αποτύχει παταγωδώς. Στη διαλυμένη Ελλάδα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η παραοικονομία αντιπροσωπεύει σήμερα περίπου το 20% της οικονομικής δραστηριότητας: είναι ο μόνος αληθινός νικητής. Τα κόμματα της λεγόμενης, δικαίως ή μη, Ακροδεξιάς, σαρώνουν παντού με την αγωνία να κορυφώνεται διαρκώς και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Την ίδια ώρα η ΕΕ, παρά τους λεονταρισμούς μηνών, σύρεται όλο και περισσότερο προς το σχέδιο της Μέι για το Brexit: αντιλαμβάνεται τώρα έντρομη ότι αν δεν το κάνει έρχεται ο Τζόνσον με σχέδιο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Τέλος, το όραμα του Μακρόν και των Γάλλων για ριζική μεταρρύθμιση ήδη βούλιαξε μαζί με τα ποσοστά του ιδίου που, δυστυχώς, δεν κατάφερε τελικά να υψώσει ανάστημα απέναντι στη συστημική εθνοκεντρική ευρωαπραξία της γερμανικής πολιτικής.
Ολα αυτά είναι που συγκροτούν την πραγματικότητα, όχι οι ρητορικές κενολογίες περί «περισσότερης Ευρώπης». Ομως έτσι συμβαίνει σχεδόν πάντα στις μεταβατικές εποχές των μεγάλων κρίσεων: όσο αυτές διογκώνονται τόσο οι ηγεσίες τις ανατροφοδοτούν κάνοντας αμήχανα ότι δεν τις βλέπουν. Και σπάνια γίνεται αντιληπτό ότι αυτά που θεωρούνται δεδομένα, δεν είναι. Μέχρι που τελικά έρχεται μια σπίθα και ανάβει τη φωτιά. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η αληθινή πρόκληση για το μετά: πώς και αν θα μπορέσουμε να αποφύγουμε και τη σπίθα και τη φωτιά. Που ανάβουν.