Μπορεί να μην είμαι δικηγόρος, αλλά είμαι σύζυγος δικηγορίνας – μια ιδιότητα που, ως γνωστόν, είναι the next best thing. Μέσω λοιπόν του εντατικού φροντιστηρίου που μου έχει κάνει η γυναίκα μου τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια, είμαι εξοικειωμένος με διλήμματα που ψυχαγωγούν τους δικηγόρους – και με τα οποία, ενίοτε, βγάζουν το ψωμί τους – ενώ σπανίως, αν όχι ποτέ δεν περνούν από το μυαλό ημών των κοινών θνητών. Ενα ανάλογο δίλημμα έφερε στην επιφάνεια προ ημερών ο διάσημος ποινικολόγος Αλέξης Κούγιας με τη δημόσια πρότασή του να αφαιρεθούν τα πτυχία όσων καταθέσουν εναντίον του πελάτη του, του καθηγητή του ΤΕΙ Σερρών που κατηγορείται ότι προσποριζόταν επί σειρά ετών σεξουαλικά και οικονομικά οφέλη προκειμένου να περάσουν οι σπουδαστές το μάθημά του. Ουσιαστικά ο Αλέξης Κούγιας προτείνει μια win-win συμφωνία: εσύ δεν θα καταθέσεις εναντίον του πελάτη μου και το πτυχίο σου θα εξακολουθήσει να ισχύει. Εάν παρ’ ελπίδα καταθέσεις εναντίον του πελάτη μου θα είναι σαν να παραδέχεσαι πως το πτυχίο σου είναι απότοκο δωροδοκίας. Μην είμαστε πλεονέκτες – όπως θα μας έλεγε και ο Κώστας Χατζηχρήστος στον «Ηλία του 16ου»· δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας.
Η win-win συμφωνία του Αλέξη Κούγια δεν είναι παρά μια παραλλαγή της win-win συμφωνίας που φέρεται να πρότεινε ο ίδιος ο υπόδικος καθηγητής: εσύ θα μου δώσεις ό,τι έχεις πιο εύκαιρο – τα λεφτά σου ή το κορμί σου – κι εγώ θα σε περάσω στο μάθημά μου. Από αυτή τη σκοπιά και από την «ώρα την κακιά» που βάσκανος μοίρα μετέτρεψε την win-win συμφωνία σε lose-lose situation, είναι σωστό και δίκαιο να βγει χαμένος μονάχα ο ένας από τους δύο; Δεν πρέπει να χάσουν και οι δύο; Μήπως έτσι όμως τα ισοπεδώνουμε όλα; Μήπως εξισώνουμε τον θύτη (αυτόν που εκβίαζε) με το θύμα (αυτόν που εκβιαζόταν); Ναι, αλλά και το θύμα – θα εγείρει την ένστασή του ο συνήγορος του διαβόλου – δεν απεκόμισε κάποιο απτό όφελος; Δεν πέρασε ένα μάθημα χωρίς να διαβάσει; Δεν πήρε το πτυχίο του εις βάρος εκείνων που διάβασαν, κόπιασαν και (ίσως) απέτυχαν στις εξετάσεις; Εις βάρος εκείνων που δεν άνοιξαν ούτε το πορτοφόλι τους, ούτε τα πόδια τους; Δεν θα έπρεπε να ισχύει και για εκείνους η ίδια αρχή δικαίου; Ή μήπως έχουμε à la carte απονομή δικαιοσύνης; Για άλλους ισχύει και για άλλους δεν ισχύει;
Δεν είναι εύκολα ερωτήματα – κι εδώ δεν βρίσκομαι για να υπαγορεύσω τις απαντήσεις. Τις (όποιες) απαντήσεις θα τις δώσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πιθανόν, αργότερα, ένα δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα κρίνει τις απαντήσεις που θα δώσει το πρωτοβάθμιο… Ετσι λειτουργεί η δικαιοσύνη ή έτσι, τουλάχιστον, θα όφειλε να λειτουργεί. Παρά την όχι αμελητέα βελτίωση της θέσης της στον Παγκόσμιο Χάρτη Διαφθοράς (69η το 2016, 59η το 2017, με αντίστοιχα πιο αδιάφθορη τη Δανία και πιο διεφθαρμένη τη Σομαλία), η Ελλάδα παραμένει μια χώρα όπου αξιοσημείωτα μεγάλος αριθμός πολιτών πιστεύει στη μαγική δύναμη του ρουσφετιού και τηρεί ευλαβικά τα αρχαία σπαρτιατικά νάματα: δεν τρέχει και τίποτε αν κλέψεις, αρκεί να μην σε πιάσουν.
Ασφαλώς υπάρχουν και χειρότερα. Η ενδοοικογενειακή βία – συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής – παραμένει ένα μεγάλο ταμπού στην πατρίδα μας. Αξιέπαινες προσπάθειες, όπως η «Πρωτοβουλία για το Παιδί» με έδρα τη Βέροια ή ο ιστότοπος «Το χαμομηλάκι», επιχειρούν χρόνια τώρα να σπάσουν το φράγμα της σιωπής και, κυρίως, να ξεριζώσουν την παραδοσιακή αντίληψη που θέλει το θύμα να φέρει το στίγμα της επίθεσης εναντίον του ως δική του πρόκληση ή δικό του λάθος. Η ίδια αντίληψη ευθύνεται γιατί, από τις τόσες πολλές περιπτώσεις βιασμού ή σεξουαλικής παρενόχλησης, τόσες συγκριτικά λίγες καταλήγουν στο ακροατήριο. Πριν από μερικά χρόνια ήταν ελάχιστες οι γυναίκες που είχαν το σθένος – και, πρωτίστως, τα ψυχικά αποθέματα – ν’ αντιμετωπίσουν έναν «δεύτερο βιασμό» από πουριτανούς ηδονοβλεψίες σε τρία μέτωπα: στην αίθουσα του δικαστηρίου, στις εφημερίδες με τους πηχυαίους πικάντικους τίτλους και στα τηλεοπτικά κατινοδικεία. Πόσο να γιάνει την πληγή σου η ειρκτή που θα επιβληθεί στον θύτη, εάν εσύ καταδικαστείς μ’ ένα «τα ήθελε» διά βίου.
Και πάλι, δεν βρισκόμαστε εμείς στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι, εάν αυτό μας ανακουφίζει ή μας προσφέρει το ιδανικό άλλοθι για να μη βελτιωθούμε. Στη Σαουδική Αραβία μια γυναίκα μπορεί να πάει φυλακή, έτσι κι έχει το «θράσος» να καταγγείλει, πόσω μάλλον να μηνύσει τον βιαστή της. Στο Ιράν, στο Πακιστάν ή στην Ινδία μπορεί να εξαναγκαστείς να παντρευτείς τον βιαστή σου· οι συγγενείς σου ίσως εκλάβουν τον βιασμό σου σαν μια σεξουαλική προκαταβολή, με την πλήρη εξόφληση μετά τον γάμο και αφού πρώτα καταβάλεις στον βιαστή μια διόλου ευκαταφρόνητη προίκα. Μπορεί και να δολοφονηθείς. Καταφρονεμένη ή αποκαταστημένη, δεν παύεις να είσαι μία «χαλασμένη»· αβάσταχτο μαράζι για το σόι σου.
Η μακάβρια τουρνέ ανά την υφήλιο μάς υποχρεώνει να επιστρέψουμε στην αφετηρία και ν’ ασχοληθούμε πάλι με το πρωταρχικό ενοχλητικό ερώτημα: συνάδει μια win-win συμφωνία με τις αρχές του δικαίου; Κάποιες φορές ναι, αλλά συνήθως όχι. Dura lex, sed lex. Σκληρός νόμος, αλλά νόμος. Το δίκαιο δεν βολεύει για να κλείνουμε όλες τις τρύπες: και πτυχίο να παίρνουμε, και κλέφτικα να σφυρίζουμε. Οχι. Το δίκαιο έχει κόστος. Το οικονομικό κόστος για να κερδίσουμε μια δίκη μπορεί να είναι μεγάλο, αλλά το ηθικό κόστος ίσως αποδειχτεί το μόνο αληθινά δυσβάσταχτο. Τσάτρα-πάτρα πιθανόν να τα βρούμε είτε στο δικαστήριο είτε με εξωδικαστικό συμβιβασμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα εξασφαλίσουμε ήσυχο ύπνο τη νύχτα, όταν θα μείνουμε μονάχοι μας, σε αμήχανο τετ α τετ με τη συνείδησή μας. Οι κοινωνίες που ενθαρρύνουν τον αμοραλιστικό ζαμανφουτισμό δεν μακροημερεύουν. Δεν είναι τυχαίο ότι η εφαρμογή του υπέρτατου νόμου, του συνταγματικού μας χάρτη, σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξή του (άρθρο 120, παράγραφος 4) επαφίεται στον πατριωτισμό μας. Με τον τρόπο του ο νομοθέτης μάς σιγοψιθυρίζει ότι κανένας νόμος δεν μπορεί να θωρακίσει έναν λαό από τον ίδιο τον κακό του εαυτό, έναν λαό παραδομένο ή και απλώς βολεμένο με τη μιζέρια του, εθισμένο στον ραγιαδισμό, στα ρουσφετάκια του, στους διορισμούς του, στην εθελοδουλία και στην εθελοτυφλία. Ειδάλλως, ας μην ταλαιπωρούμε τα παιδιά μας. Μπορούμε να μοιράζουμε πτυχία και με λαχειοφόρο αγορά. Οπως το διαλαλεί και η διαφήμιση με τον αρκουδόμαγκα στην έπαυλη: «Δεν είναι από Τζάκι. Είναι από Τζόκερ».