Ο ορμπανισμός έχει εμφανιστεί στην Ελλάδα νωρίτερα από την εμφάνιση του Ορμπαν στην Ουγγαρία. Η πολιτική Σαμαρά τη δεκαετία του ’90 δημιούργησε ισχυρές προσφυγικές ροές από τις βαλκανικές χώρες. Εντούτοις λόγω ενός, έστω επιφανειακού, οικονομικού σφρίγους, εν τέλει αφομοιώθηκαν οι πληθυσμοί των (οικονομικών) μεταναστών. Αγροτικές εργασίες, οικοδομή, βοήθεια στο σπίτι, εξυπηρέτηση ηλικιωμένων. Η ένταξη στην εργασία άμβλυνε εθνικιστικές επιβιώσεις και καθηλώσεις που σε σημαντικό βαθμό είναι εγκατεστημένες σ’ ολόκληρη τη βαλκανική ενδοχώρα. Με τη δραματική οικονομική απίσχναση από το 2009 και μετά, η μετάφραση της έννοιας της «έλευσης», όπως και τα μεταναστευτικά χαρακτηριστικά άλλαξαν. Ας θυμηθούμε το ευδιάκριτο, πρόδρομο φαινόμενο του Αγίου Παντελεήμονα, που πολλαπλασιάστηκε σε πολλές περιοχές της χώρας μας και σήμερα είναι εδραίο στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ο ορμπανισμός έχει προϋπάρξει στην αντίληψη του μέσου πολίτη, πριν καν βρεθεί ο καιροσκόπος πολιτικός να την εκμεταλλευτεί. Ας το πούμε πολιτιστική ανασφάλεια. Ας πούμε ότι το «άλλο» είναι απειλητικό, γιατί ο εαυτός είναι αποδυναμωμένος. Το να προσχωρείς σε εύκολες ενοχοποιήσεις ουσιαστικά και χάνεις την επαφή με τον κόσμο που διαρρέει στον πρωτοφασισμό και δεν αντιμετωπίζεις το πρόβλημα στην πολιτιστική του ρίζα. Ουσιαστικά αφήνεις τη λύση της θεμελιώδους αντίφασης στην καταστολή. Την ιδεολογική κατά αρχήν και κυριολεκτική στη συνέχεια. Γιατί σε λίγο δεν θα επιλύονται προβλήματα μαζικοποιημένης βίας και ενδοκοινωνικών συρράξεων. Το κρύψιμο του προβλήματος πίσω απ’ την απέχθεια προς τον εθνικισμό δεν συνιστά λύση.
Συναντήθηκα με καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης από δυτική περιοχή. Μου μίλησε για τον απίστευτο εκφασισμό στη φτωχή, αχανή και σχεδόν εκτός κανονιστικού χάρτη περιοχή της. Για παιδιά, τέκνα οικογενειών παλαιών «παλιννοστούντων», πάμφτωχων, Ρομά κ.λπ. που θεωρούν ότι το άκρο βοηθάει τον αυτοπροσδιορισμό τους. Ενα αντιφατικό άκρο, που ενέχει μια μορφική βία και υπό συνθήκες μπορεί να εξελιχθεί στη φυσική βία. Από οπτικός τσαμπουκάς, μπορεί να γίνει μαζικός και αγελαίος ξυλοδαρμός. Από επίθεμα μεταστρέφεται σε δομικό χαρακτηριστικό.
Η απλή καταστολή, η μετάθεση, η αναβολή (όλα τα εργαλεία της πολιτικής γραφειοκρατίας) μετακινούν το πρόβλημα έξω απ’ τον χώρο του σχολείου, έξω απ’ τις πλατείες της πόλης, έξω, ίσως, απ’ την πόλη, χωρίς να επιλύεται το πυρηνικό θέμα της πρόσληψης του «άλλου». Ετσι (το πρόβλημα) πάει «κάπου έξω». Γιατί στις κοινωνίες υπάρχει πάντα το κάπου έξω. Κάπου που δεν θα φαίνεται.
Ρωτώντας εξαιρετικά αντιδρώντες πολίτες στο Προσφυγικό, αν έχουν λύση, μου απάντησαν «να τους πάνε στη νησίδα». Δηλαδή κάπου έξω. Η Ευρωπαϊκή προβληματοθεσία ουσιαστικά αναζητά αυτό το «κάπου έξω». Ενα θεσμικό υβρίδιο, ένα συμπεριφορικό αναλγητικό, ένα χωρικό πέραν. Και σ’ αυτό το σημείο χωρίς να το καταλαβαίνει, γίνεται ομόρροπη με τη θεώρηση Ορμπαν. Αλλά και με την πολιτική πολλών αραβικών ή αφρικανικών χωρών ή την επαίσχυντη πολιτική του Πακιστάν που αναπτύσσει πυρηνικά και συγχρόνως εξαθλιώνει και «εξάγει» τον λαό του. «Κάπου έξω» είναι και η πολιτική του κοκτέιλ ανθρωπιστικών επικλήσεων, ισχυρών συμφερόντων και παρακρατικών ομάδων που σιγά σιγά καταλαμβάνουν χώρο στη θέση του προβλήματος, στη θέση του θεσμού, στη θέση της αντίληψης.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου