Συχνά έχουν πει ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπήρξε τυχερός στην πολιτική του καριέρα. Οταν ξεκίνησε ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης το 1994, για αντιπάλους είχε κάποιους αποτυχημένους και φθαρμένους πολιτικούς και για υποστηρικτές όχι μόνο τους συντηρητικούς αλλά και τους φιλελεύθερους οι όποιοι θα συμμαχούσαν και με τον διάβολο για να καταπολεμήσουν το κατεστημένο των στρατιωτικών. Ετσι ανέβηκε τα σκαλιά μέχρι την προεδρία και κάνοντας τη δική του κωλοτούμπα καθίδρυσε την αυταρχική του εξουσία.
Η τύχη ακόμη δεν τον εγκατέλειψε. Τώρα δεν αντιμετωπίζει μια σοβαρή αντιπολίτευση. Οι κυριότερες δυνάμεις που είναι σαφώς κατά του Ερντογάν είναι οι Κούρδοι και οι γκιουλενιστές. Αλλά οι πρώτοι είναι απομονωμένοι από όλες σχεδόν τις πολιτικές παρατάξεις για «εθνικούς» λόγους.
Το πολιτικό τους κόμμα (HDP, Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών) θεωρείται διασπαστικό και αποσχιστικό, το δε ΡΚΚ τρομοκρατικό. Οι γκιουλενιστές επίσης θεωρούνται τρομοκράτες και βιώνουν έναν διωγμό. Ακόμη και οι συγγενείς τους, τρομοκρατημένοι, δεν τους χαιρετούν στον δρόμο. Αυτές οι δύο δυνάμεις δεν αποτελούν μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στον Ερντογάν.
Οι «εθνικιστές» του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, δηλαδή το ΜΗΡ (Κόμμα Εθνικού Κινήματος), κάποτε γνωστοί και ως «γκρίζοι λύκοι», στις τελευταίες εκλογές συμμάχησαν με τον Ερντογάν και αυτή η κοινή πορεία θα συνεχιστεί και στις δημοτικές εκλογές που θα γίνουν το καλοκαίρι του 2019. Αυτή η συμμαχία βασίζεται σε μια σαφώς «εθνικιστική» ρητορεία και πρακτική και βέβαια αποτελεί ένα ισχυρό μέτωπο κατά των δύο πολιτικών ομάδων που ανέφερα.
Οι εθνικιστές της Mεράλ Ακσενέρ (IYI, Το Καλό Κόμμα), που αποκόπηκαν από το ΜΗΡ, δεν παρουσίασαν μια δυναμική. Πάντως και αυτοί αποτελούν μέρος του γενικού εθνικού / εθνικιστικού μετώπου.
Τι γίνεται με την αξιωματική αντιπολίτευση, το CHP (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα); Χρόνια τώρα έχει κολλήσει στο 25% των ψηφοφόρων. Στην εποχή του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και λίγο μετά, ήταν το μόνο κόμμα της νέας Δημοκρατίας.
Το δεύτερο κόμμα που ευδοκίμησε να κερδίσει εκλογές ήταν αυτό του Αντνάν Μεντερές το 1950 (παρεμπιπτόντως, τον κρέμασαν το 1961!). Δηλαδή το CHP ήταν στην εξουσία για 27 χρόνια, χρόνια που ήταν πολύ αποφασιστικά επειδή τότε δρομολογήθηκαν οι βασικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Σαν ένα φάντασμα πλανιέται αυτή η κληρονομιά πάνω σε αυτό το κόμμα.
Το CHP έχει δύο όψεις ή αλλιώς δύο αυτοπροσδιορισμούς. Μια μικρότερη μερίδα πιστεύει ότι αποτελεί ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Με σκοπό η Τουρκία να πορευτεί μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ακολουθώντας τις αρχές της. Αλλά η βάση του κόμματος δηλώνει ότι είναι «κεμαλική», πιο συγκεκριμένα «υποστηρικτές του Ατατούρκ» (Atatürkçü).
Οι πρώτοι αναφέρονται στον Μουσταφά Κεμάλ και οι άλλοι στον Ατατούρκ! Αυτή η διάκριση φέρει σημειολογικά μηνύματα. Οι μεν τονίζουν την αρχική περίοδο του ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, οι δε δεύτεροι τον απόλυτο άρχοντα που δρομολόγησε τις μεταρρυθμίσεις παίρνοντας το νέο του όνομα, Ατατούρκ.
Οι οπαδοί του Ατατούρκ πιστεύουν ότι η σωτηρία βρίσκεται στις αρχές του και είναι σαν να ζουν στην εποχή του. Πιστεύουν ότι οι δυτικές δυνάμεις (ο ιμπεριαλισμός) θέλει τον διαμελισμό της χώρας. Οτι οι μεταρρυθμίσεις του 1930 πρέπει να επιβληθούν ακόμα και αν δεν αρέσουν σε ορισμένους. Οτι ο στρατός είναι η δύναμη που προστατεύει τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες απειλούνται από τους σκοταδιστές (βασικά από τους ισλαμιστές, γκιουλενιστές, PKK κ.ά.) Η δημοκρατία είναι μεν κάτι καλό, αλλά δεν θα πρέπει στο όνομά της να κάνουμε υποχωρήσεις στις αρχές του, π.χ. επιτρέποντας τη μαντίλα. Ενας ανθρωπολόγος θα έβλεπε προσωπολατρία.
Περίπου πριν από έναν μήνα, στις 7 Σεπτεμβρίου, άλλαξε το διοικητικό συμβούλιο της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ». Αυτή η εφημερίδα ιδρύθηκε από τον Ατατούρκ το 1924, πρόσκειται στο CHP και είναι σχεδόν η μόνη εφημερίδα που αντιπολιτεύεται τον Ερντογάν. Η αλλαγή έγινε έπειτα από έναν δικαστικό αγώνα που ξεκίνησε το 2013. Τελικά η Δικαιοσύνη (για μερικούς η «Δικαιοσύνη», επειδή πλέον δεν υπάρχουν αποφάσεις που δεν αρέσουν στον Ερντογάν) αποφάσισε ότι οι προηγούμενες εκλογές που έκριναν το διοικητικό συμβούλιο δεν ήταν έγκυρες.
Η νέα διοίκηση δήλωσε ότι πλέον θα προωθήσουν τις αρχές του ΑΤΑΤΟΥΡΚ (το έγραψαν με κεφαλαία) και δεν θα επιτρέψουν τη συκοφάντησή του (εννοούν την κριτική της περιόδου 1923-1950). Παραιτήθηκαν πολλοί, π.χ. οι πολύ γνωστοί αρθρογράφοι όπως οι Α. Ινσέλ, Ε. Αϊντίν, Α. Αϊντιντασμπάς κ.ά.
Η όλη επιχείρηση έχει και μια διάσταση που έχει σχέση με τις αντιπολιτευτικές ισορροπίες, όπως και με τις σύνθετες νέες ιδεολογικές συμμαχίες. Η νέα διοίκηση καταφέρεται κατά του πρώην αρχισυντάκτη της εφημερίδας Τζαν Ντουντάρ – ο οποίος είναι αυτοεξόριστος στη Γερμανία και είχε επικριθεί σφόδρα από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όταν επισκέφτηκε τη Γερμανία – και τον θεωρεί ύποπτο για στενές σχέσεις με τους Δυτικούς, κάτι σαν να του λένε ότι είναι «ευρωλιγούρης».
Μια άλλη θέση που προφανώς αρέσει στην πολιτική εξουσία της χώρας είναι ότι η νέα διοίκηση είναι σαφώς υπέρ των στρατιωτικών που είχαν καταδικαστεί για σχεδιασμό πραξικοπήματος (Εργκενεκόν κ.ά.) και που μετά αποκαταστάθηκαν από τα νέα δικαστήρια του Ερντογάν. Παρόλο που η νέα «Τζουμχουριέτ» δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη της χώρας, δεν έχει ενδοιασμούς για τις αθωώσεις των στρατιωτικών. Η νέα διοίκηση είναι πλησιέστερα στον νυν ηγέτη και σε ένα άλλο θέμα: επικρίνουν την παλιά διοίκηση της εφημερίδας ότι φλέρταρε με τους Κούρδους και τους γκιουλενιστές. Φαίνεται ότι σε αυτό το θέμα θα πορευτούν όπως και η συμμαχία των εθνικιστών.
Μια προσεκτική σύγκριση δείχνει ότι αρκετές θέσεις του «εθνικού μετώπου» Ερντογάν – Μπαχτσελί συμβαδίζουν με τις θέσεις της νέας διοίκησης. Πολλοί αναλυτές βεβαίως, αντιπολιτευόμενοι της εξουσίας, υποστηρίζουν ότι ο Ερντογάν έχει αποκτήσει μία ακόμη εφημερίδα. Αυτό μάλλον είναι υπερβολή. Αλλά το ότι η νέα διοίκηση της εφημερίδας πλέον υποστηρίζει ορισμένες από τις θέσεις του μάλλον ευσταθεί. Ετσι η αντιπολίτευση του CHP εξασθένησε. Και η τύχη δεν εγκατέλειψε τον Ερντογάν.
Ο Ηρακλής Μήλλας είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
και έχει διδάξει σε διάφορα πανεπιστήμια της Ελλάδας
και της Τουρκίας