Το πραγματικό μυστήριο των επόμενων εκλογών δεν είναι ούτε η ΝΔ ούτε τα μικρότερα κόμματα. Είναι το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ.
Οχι πως έχει σημασία για την εκλογική έκβαση. Ούτε το ποσοστό του δεύτερου κόμματος ούτε η ψαλίδα της διαφοράς από το πρώτο επηρεάζουν τις έδρες των άλλων κομμάτων ή την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ έχει ενδιαφέρον μόνο για τη συζήτηση που αφορά την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος πριν και μετά τις εκλογές.
Κι ενδιαφέρει κυρίως επειδή όλες οι έρευνες δυσκολεύονται να το προσδιορίσουν. Το δείχνουν να κυμαίνεται από 16% έως 25% κατά περίπτωση – ένα εύρος κλίμακας ασυνήθιστα μεγάλο.
Τι συμβαίνει και τι σημαίνει αυτό;
Ας πάμε τέσσερα χρόνια πίσω.
Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγήθηκε στην εξουσία επειδή κατάφερε να συνταιριάξει τρία διαφορετικά αλλά ενίοτε επικαλυπτόμενα ακροατήρια – τα οποία έχουν απολύτως ανιχνευθεί δημοσκοπικά και ταυτοποιηθεί ερευνητικά.
Πρώτον, ένα ακροατήριο «αντισυστημικό». Μια ετερόκλητη αλλά θορυβώδης κομπανία που περιλάμβανε φύρδην μίγδην από παλιούς αριστερούς αγωνιστές και «κινηματικούς» ακτιβιστές έως παρανοϊκούς και ψεκασμένους.
Το ακροατήριο αυτό υπήρχε πάντα στην ελληνική κοινωνία αλλά σε σαφώς μικρότερο μέγεθος και διογκώθηκε τα χρόνια της κρίσης.
Δεύτερον, ένα ακροατήριο «πελατειακό». Είναι άνθρωποι κυρίως γύρω από το κράτος αλλά όχι απαραιτήτως δημόσιοι υπάλληλοι που αισθάνθηκαν απροστάτευτοι και ευάλωτοι σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα.
Και μάλιστα το αισθάνθηκαν όχι τόσο επειδή δεν έτυχαν προστασίας την εποχή των Μνημονίων αλλά επειδή είχαν συνηθίσει να αποτελούν τα χαϊδεμένα παιδιά ενός πελατειακού πολιτικού συστήματος.
Τρίτον, ένα ακροατήριο «τιμωρητικό». Εκείνοι που το συγκρότησαν (με φουσκωμένα ή παραζαλισμένα μυαλά για «τους φταίχτες» της κρίσης) ήθελαν να τιμωρήσουν κάποιο «παλαιό σύστημα» στο οποίο απέδιδαν τα δεινά της χώρας και της δικής τους κοινωνικής υποβάθμισης.
Από κοντά βεβαίως ήλπιζαν να γλιτώσουν τον ΕΝΦΙΑ, να τους χαριστεί κανένα δάνειο, γενικώς να βγάλουν κάτι από την κυβερνητική αλλαγή. «Και το 10% να κάνει από όσα υπόσχεται ο Τσίπρας, κέρδος θα είναι» άκουγες δεξιά κι αριστερά.
Οι άνθρωποι αυτοί εκλάμβαναν την κρίση όχι ως ένα πραγματικό γεγονός αλλά ως μια κακόβουλη επιλογή για την οποία κάποιοι έφεραν την ευθύνη.
Τα τρία αυτά ετερογενή κι αντιφατικά ακροατήρια συγκρότησαν το 36% του ΣΥΡΙΖΑ περίπου σε ισόποσα μερίδια.
Η ασταθής συνύπαρξη και συνοδοιπορία τους διασφαλίστηκε από τον αέρα της νίκης, τη γοητεία του νέου και την άφθαρτη προσωπικότητα του Αλέξη Τσίπρα.
Τέσσερα χρόνια αργότερα αυτός ο συνεκτικός ιστός έχει σχεδόν διαλυθεί. Οι άφθαρτοι αποδείχτηκαν άχρηστοι, οι νέοι αφόρητα ξεπερασμένοι κι ο Τσίπρας ένας πολιτικός που είχε μέλλον στο παρελθόν!
Χωρίς συνεκτικό πλέον ιστό και τα τρία ακροατήρια έχουν υποστεί σοβαρές απώλειες. Αλλά όχι ισόποσες.
Το «τιμωρητικό» ακροατήριο του 2015 έχει αποχωρήσει σύσσωμο και σε συντριπτική πλειοψηφία έχει μετακομίσει ήδη στη ΝΔ.
Με τη δικαιολογία ότι ο Τσίπρας τούς κορόιδεψε έχουν μετατραπεί στους πιο φανατικούς τιμωρούς του. Θα τον μαυρίσουν με πάθος, παρότι φυσικά ο Τσίπρας δεν φταίει για την ευπιστία, ούτε για την επιπολαιότητα, ούτε για την κουτοπονηριά τους. Κάθε κοροϊδία έχει ανάγκη από κορόιδα.
Το «αντισυστημικό» ακροατήριο αποσυντέθηκε στην πορεία της διακυβέρνησης. Το βασικό χαρακτηριστικό του όμως είναι ότι δεν μετακομίζει εύκολα σε συστημικά κόμματα αλλά αντιδρά μάλλον γυρίζοντας την πλάτη στην πολιτική.
Ενα μέρος του λοιπόν απλώς θα αδιαφορήσει για την εκλογική διαδικασία.
Το «πελατειακό» ακροατήριο είναι εκείνο που εξακολουθεί ακόμη σε μεγάλο βαθμό να στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά με την υστεροβουλία της ανταπόδοσης και στο μέτρο που η κυβέρνηση μπορεί κατά κάποιον τρόπο να ανταποκρίνεται στα αιτήματα και τις προσδοκίες του.
Το Μάτι ή τα Σκόπια δεν ταράζουν υπέρμετρα τις σχέσεις τους διότι οι σχέσεις αυτές δεν έχουν ούτε ηθική ούτε πολιτική βάση. Είναι εκείνο που λέει κυνικά το όνομά τους: πελατειακές.
Στο πλευρό της κυβέρνησης θα μείνουν μέχρι τέλους. Αλλά όχι απαραιτήτως έως το τέλος και σίγουρα θα ψάξουν αλλού προστασία λίγο πριν ή λίγο μετά τις κάλπες.
Αυτό το άθροισμα ετερόκλητων ακροατηρίων εξηγεί τρία βασικά προβλήματα της πολιτικής συγκυρίας.
Πρώτον ,την αδυναμία του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει ένα ομοιογενές πολιτικό ρεύμα ή να αναπτύξει παραταξιακά χαρακτηριστικά.
Παραμένει δέσμιος των αντιφάσεών του όχι (υποθέτω) από επιλογή αλλά επειδή είναι εγκλωβισμένος στα αντιφατικά αφηγήματα και αιτήματα των ψηφοφόρων του.
Δεύτερον, την προφανή αλλά και πρωτοφανή δυσκολία ενός κυβερνητικού κόμματος να αποκτήσει πραγματική κυβερνητική κουλτούρα.
Να αποκτήσει δηλαδή μια νέα και σαφή πολιτική φυσιογνωμία, αφότου το καλοκαίρι του 2015 απεμπόλησε (καλώς ή κακώς, δεν το εξετάζω…) τη φυσιογνωμία που το οδήγησε στην επικράτηση.
Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την άνοδό της στην εξουσία, η κυβερνητική παράταξη εξακολουθεί να προσδιορίζεται όχι καταφατικά αλλά εναντίον διαφόρων εχθρών που θεωρεί ότι τη διώκουν ή την πολεμούν.
Η εχθροπάθεια αποτελεί την πιο σταθερή, ίσως τη μοναδική ιδεολογική συντεταγμένη της. Ακόμη και το ύφος των κυβερνητικών ανακοινώσεων ή δηλώσεων περισσότερο παραπέμπει σε αρπαγμένους κουτσαβάκηδες, παρά σε σοβαρή κυβέρνηση ευρωπαϊκής χώρας.
Τρίτον ,το μεγάλο εύρος των εκτιμήσεων για το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ αφού μέχρι τελευταία στιγμή δεν θα ξέρουμε ούτε πόσοι από το «αντισυστημικό» ακροατήριο θα πάνε τελικά στην κάλπη ούτε πόσοι από το «πελατειακό» ακροατήριο θα τον ξαναψηφίσουν.
Το πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι σε αυτά τα δύο ακροατήρια δεν έχει πραγματικούς αντιπάλους. Η «αντισυστημική Αριστερά» δεν έχει κατορθώσει να ανασυγκροτηθεί μετά το 2015 ενώ ένα ισχυρό κομμάτι του «πελατειακού ΠΑΣΟΚ» έχει καλλιεργήσει δεσμά με την κυβέρνηση σε πολλά επίπεδα.
Το μειονέκτημα είναι ότι πρόκειται για δύο κατεξοχήν ασταθή κι αβέβαια ακροατήρια κι ότι η ελκτική δύναμη μιας κυβέρνησης που φεύγει είναι εκ των πραγμάτων εξαιρετικά περιορισμένη.
Αν λοιπόν 24-25% είναι λογικά το πλαφόν του ΣΥΡΙΖΑ, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποιο είναι πραγματικά το δάπεδο.
Κι αυτό διότι ακόμη κι αν ξέρεις ποιοι μένουν στον ΣΥΡΙΖΑ, ποτέ δεν είσαι βέβαιος έως πότε θα μείνουν.