Ο ψίθυρος ανησυχίας ακούγεται όλο και πιο συχνά σε όλα τα κομματικά επιτελεία: «δεν πέφτει ο ΣΥΡΙΖΑ». Δεν υπάρχει βέβαια κανείς που να πιστεύει πραγματικά ότι ο Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη του έχουν σοβαρές πιθανότητες να επιστρέψουν στα κυβερνητικά έδρανα. Εκείνοι, όμως, που, με όσα συμβαίνουν στην χώρα, πίστεψαν κάποια στιγμή πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα γυρίσει στα μονοψήφια ποσοστά του παρελθόντος δεν εμφανίζονται πια τόσο αισιόδοξοι. Η φθορά του, λένε οι δημοσκοπήσεις, δεν είναι αρκετή για κάτι τέτοιο.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως η αντιπολίτευση πρέπει να ανεβάσει ρυθμούς. Ωστόσο, αν αυτή η τακτική είναι εύκολη για την ΝΔ, τα κόμματα που ανήκουν στον μεσαίο χώρο βρίσκονται μάλλον σε πιο περίεργη θέση. Από την μία, βλέπουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να ανοίγεται στο κεντρώο κοινό και από την άλλη, αντιλαμβάνονται την διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ στο κεντροαριστερό ακροατήριο. Με άλλα λόγια, και χωρίς ακόμα να υπάρχει σαφής εικόνα για την ημερομηνία των εκλογών, τα κόμματα που ανήκουν στο παραδοσιακό Kέντρο αρχίζουν να νιώθουν τις συνέπειες της πόλωσης. Βλέπουν το φλερτ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης που κάνουν ανοιχτά προτάσεις σε στελέχη της αυτοδιοίκησης και της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Μπροστά στην κεντρώα πολιτική δεξαμενή, οι δύο μεγάλοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να επανεφεύρουν τον εαυτό τους. Να αποποιηθούν, υπό μία έννοια, το παρελθόν που τους στοιχειώνει -η ΝΔ τις ακροδεξιές της εξάρσεις και ο ΣΥΡΙΖΑ τον Ούγκο Τσάβες.
Σε ένα βαθμό, ίσως το έχουν πετύχει. Οι αριθμοί δείχνουν πως εκείνοι που αυτοαποκαλούνται κεντροαριστεροί μοιράζουν την δυνητική τους ψήφο ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Αλλαγής. Οι κεντρώοι δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση στην ΝΔ, αν και δεν αποκλείουν τους άλλους δύο, ενώ οι κεντροδεξιοί στην μεγάλη τους πλειονότητα φαίνεται πως έχουν αποφασίσει να στηρίξουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη -με δεύτερη επιλογή τους το Κίνημα Αλλαγής. Η δημοκρατική παράταξη, εν ολίγοις, μοιράζεται το κοινό της τόσο με τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και με την ΝΔ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των στελεχών της, μάλιστα, προσελκύει δύο ετερόκλητες ομάδες ψηφοφόρων. Η μία δεν ανέχεται ούτε υπόνοια περί «προοδευτικών μετώπων» και η άλλη, με σαφή αντιδεξιά αντανακλαστικά, προτιμά την πολιτική συζήτηση με τον ΣΥΡΙΖΑ απ’ ό,τι με την ΝΔ. Ποιο είναι το δίλημμα; Το Κίνημα Αλλαγής βασίζει την σημερινή του δύναμη στην πρώτη, προσπαθεί όμως να αγγίξει το ακροατήριο της δεύτερης. Πράγμα που πρακτικά σημαίνει ότι πρέπει να κρατήσει πολύ λεπτές ισορροπίες στον δρόμο προς τις κάλπες.
Κι αν το Κίνημα Αλλαγής έχει πίσω του την πλάτη του ΠΑΣΟΚ, που έμεινε όρθιο ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του, κανείς δεν μπορεί να πει το ίδιο για Το Ποτάμι. Το «μπες-βγες» από τον ενιαίο φορέα και τα χαμηλά του δημοσκοπικά ποσοστά έχουν δημιουργήσει ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης, ενώ αμφισβητείται ακόμη και η είσοδός του στο επόμενο Κοινοβούλιο. Οι ψηφοφόροι του Ποταμιού αυτοτοποθετούνται εύκολα στο φιλελεύθερο κέντρο, όμως «γέρνουν» επικίνδυνα προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη -το προφίλ του οποίου, άλλωστε, όπως λεγόταν το μακρινό 2014 και μετά την ίδρυση του Ποταμιού, ταίριαζε με το αντίστοιχο της Σεβαστουπόλεως. Η ταύτιση δημιουργεί δυσκολίες, καθώς στον δρόμο για το συνέδριο του κόμματος όλο και περισσότεροι μιλούν για πλαίσιο συνεργασίας με την ΝΔ. Κυρίως, όμως, διευκολύνει το άλμα των ψηφοφόρων προς το κόμμα που, όπως όλα δείχνουν, θα αποτελεί τον κορμό της επόμενης κυβέρνησης.
Τα δικά τους «όπλα». Θα κριθεί, λοιπόν, η σύσταση της επόμενης Βουλής από την μάχη του Κέντρου; Οσο η τακτική ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παραμένει η ίδια τόσο η πίεση στους κεντρώους ψηφοφόρους θα συνεχίζεται. Απέναντι στην συμπίεση, τα κόμματα του μεσαίου χώρου έχουν βάλει στόχο να πείσουν για την αναγκαιότητά τους. Επιτελικά στελέχη μιλούν για στροφή της συζήτησης στην πολιτική και όχι στις μετεκλογικές συνεργασίες. Κυρίως, όμως, επιχειρούν να αναδείξουν την ομοιότητα ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη οι οποίοι, από την μία, προσπαθούν να προσεγγίσουν ένα κοινό που δεν τους ανήκει, από την άλλη, όμως, δεν έχουν απαρνηθεί τις ρίζες τους. Χρειάζονται, λένε οι δημοσκόποι, «ισχυρή αξία ψήφου, ισχυρό αφήγημα -ή, αλλιώς, ένα κόμμα εξουσίας που καταρρέει».
Σε κάθε περίπτωση, για να υπάρξουν ήρωες πρέπει να υπάρξει ακροατήριο. Γι’ αυτό και κάθε πλευρά θα κάνει τα πάντα για να ενισχύσει το δικό της.
Αναποφάσιστοι και αδιάφοροι
Σύμφωνα με τον Στράτο Φαναρά, ωστόσο, η γκρίζα ζώνη αποτελείται κι από μία ακόμη ομάδα – αυτή των αποστασιο-ποιημένων, που τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά. Αυτοί οι πολίτες δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στην πολιτική κλίμακα Αριστεράς και Δεξιάς και το μεγαλύτερο κομμάτι τους είτε δεν θα πάνε να ψηφίσουν είτε θα ρίξουν λευκό. Δείγμα κι αυτό των καιρών και των όσων συνέβησαν στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης.