«Συγγνώμη για την παρεξήγηση» δεν είχε. Τουλάχιστον δεν είχε στη διευκρίνιση των «κυβερνητικών πηγών» ότι ο Αλέξης Τσίπρας αναφερόταν στον Γιάννη Στουρνάρα όταν έλεγε στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ ότι «καλό είναι, όλοι όσοι έχουμε θέσεις ευθύνης σε αυτόν τον τόπο, να μάθουμε να δουλεύουμε περισσότερο, να είμαστε πιο αποτελεσματικοί και να μιλάμε λιγότερο». Αλλά και χωρίς τη δημόσια συγγνώμη, είναι σαφές από την ίδια τη διευκρίνιση σε ποιον δεν αναφερόταν ο Τσίπρας. Ποιος έπρεπε να καταλάβει όχι μόνο με μια ιδιωτική εξήγηση, αλλά και με μια δημόσια διευκρίνιση ότι δεν ήταν ο στόχος του σχολίου. Ηταν ο Πάνος Καμμένος.
Το πρόσωπο ορίζει και τη φύση της διευκρίνισης. Επικοινωνιακά το Μαξίμου είναι πάντα επιθετικό. Οι ανακοινώσεις του είναι ένα μείγμα βαριάς ειρωνείας, λοιδοριών και απαξίωσης. Οχι αυτή τη φορά. Το ύφος αυτή τη φορά ήταν απολογητικό. Η στρατηγική δεν ήταν η επίθεση αλλά ο κατευνασμός. Το βασικό συναίσθημα δεν ήταν η τεχνητή οργή, αλλά ένας πραγματικός φόβος: ο φόβος ότι χωρίς τη διευκρίνιση το Μαξίμου θα δοκίμαζε την πραγματική οργή του Καμμένου. Ο κινητήριος μοχλός ήταν ο φόβος της ανεξέλεγκτης έκρηξης, η γνώση ότι η έκρηξη μπορεί να είναι τέτοια που θα είναι αδύνατον να μαζευτούν τα συντρίμμια.
Στην πολιτική η τακτική του κατευνασμού σπανίως φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το τέρας δεν δαμάζεται χαϊδεύοντάς του το κεφάλι, συμβαίνει μάλλον το αντίθετο, αισθάνεται όλο και πιο ισχυρό – ο Νέβιλ Τσάμπερλεν είχε πικρή πείρα επ’ αυτού με τον Χίτλερ. Κατευνάζοντας τον Καμμένο, το Μαξίμου δεν κερδίζει καν τον χρόνο που θέλει. Αυτό που μπορεί να φαίνεται σαν παράταση ζωής είναι στην ουσία ένα ενοχλητικό σφιχταγκάλιασμα που γίνεται ακόμη πιο ασφυκτικό. Η διευκρίνιση είναι μια ομολογία του Τσίπρα ότι είναι δέσμιος όσο ποτέ άλλοτε του Καμμένου. Δέσμιος ενός Καμμένου που πολλά μπορεί να κάνει και να πει. Οχι όμως και να πάρει φόρα και να πέσει μόνος του στον γκρεμό. Ή, ακόμη χειρότερα, να αφήσει να τον σπρώξουν.