Η δημόσια πολιτική συζήτηση στη χώρα μας έχει συνήθως ως βασικά χαρακτηριστικά το θυμικό, το προσωπικό και το κομματικό εγώ. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι ως κοινωνία δεν έχουμε την παράδοση, την κουλτούρα να σκεφτόμαστε, να συζητούμε συλλογικά. Η συλλογική λογική, η στόχευση στο συλλογικό καλό δεν σημαίνει όμως και την απεμπόληση των προσωπικών, πολιτικών ή και κομματικών αρχών μας, όπως παρατηρείται στη σημερινή κυβέρνηση που έχει κάνει τις πολιτικές της αρχές λάστιχο με μοναδικό στόχο τη νομή της εξουσίας. Πολλοί του μεσαίου, του κεντρώου πολιτικού χώρου που προσπαθούμε να διευκολύνουμε, να προωθήσουμε τη συζήτηση προς μια συλλογική, συνεργατική παραγωγική για τη χώρα κατεύθυνση δεν έχουμε στο μυαλό μας την κατάργηση των κομμάτων, της ιδεολογίας, των πολιτικών, πόσω μάλλον των προσωπικών αρχών των πολιτικών. Αντίθετα, η παντελής έλλειψή τους από τη σημερινή κυβέρνηση μας ενοχλεί διότι δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες στη χώρα παρά μόνο στους εξουσιαστές της και στους κομματικούς τους πελάτες («Δίχως αρχές», 5 Οκτωβρίου 2018, «ΤΑ ΝΕΑ»).
Η πρότασή μας προς το ΚΙΝΑΛ, προς το Ποτάμι για μία ανοιχτή, δημόσια συζήτηση για τις κυβερνητικές προτεραιότητες της επόμενης φιλελεύθερης κυβέρνησης δεν στοχεύει, δεν υπονοεί την κατάργησή τους, ούτε την ενσωμάτωσή τους στον διαφαινόμενο νικητή των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, που είναι η Νέα Δημοκρατία («Χρήσιμη Αντιπολίτευση», 24 Νοεμβρίου 2016, «Καθημερινή»). Εξάλλου, η συζήτηση για μια δημόσια δήλωσή τους πριν από τις εκλογές με ποιον θα συνεργαστούν μετά τις εκλογές δεν έχει κανένα πολιτικό νόημα. Η συνεργασία τους με τον άναρχο ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελούσε συγχωροχάρτι για τα πολλά και επικίνδυνα δεινά που έφερε στον τόπο η καιροσκοπική συγκυβέρνησή του με τους ακροδεξιούς του Καμμένου. Μια τέτοια απόφασή τους θα τους διέγραφε σε βάθος χρόνου από τον πολιτικό χάρτη, δεν θα είχαν πλέον νόημα ύπαρξης. Η πιθανή κυβερνητική συνεργασία τους με τη Νέα Δημοκρατία είναι το εύλογο ζητούμενο, το προφανές σενάριο στη σκέψη της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών. Η επιμονή κυρίως δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών να δεσμευτούν προεκλογικά το ΚΙΝΑΛ και το Ποτάμι αποπροσανατολίζει από την ουσία της συζήτησης που αφορά την αναζήτηση κυβερνητικών συγκλίσεων στη βάση πολιτικών αρχών και κυβερνητικών προτεραιοτήτων και όχι των προσώπων.
Τα δύο κόμματα οφείλουν να διαμορφώσουν και να γνωστοποιήσουν τις προτάσεις τους για βασικές προτεραιότητες της επόμενης κυβέρνησης, όπως η Οικονομία (φορολογία, επενδύσεις, τράπεζες, καινοτομία, εξαγωγές), η Δικαιοσύνη (ανεξαρτησία και επιτάχυνση απόδοσής της), Παιδεία (αυτονομία, εκσυγχρονισμός σπουδών, εξωστρέφεια, προώθηση της άμιλλας, διασύνδεση με την οικονομία), Κράτος (περιορισμός της γραφειοκρατίας, αξιοκρατική στελέχωση), Εξωτερική πολιτική (προστασία των εθνικών συμφερόντων, ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας, ευρωπαϊκή ενσωμάτωση).
Οι σαφείς, τεκμηριωμένες και με ευκρινές σχέδιο εφαρμογής κυβερνητικές προτεραιότητες αφορούν βέβαια και κυρίως τη Νέα Δημοκρατία, που θα κληθεί να αναλάβει τη μεγαλύτερη ευθύνη της διακυβέρνησης. Είναι κυρίως δική της η ευθύνη να πείσει τα μικρότερα κόμματα του κοινωνικού και οικονομικού φιλελευθερισμού ότι έχει σχέδιο για τον εκσυγχρονισμό της χώρας και σκοπεύει να το αναθέσει στις σημαντικότερες δυνάμεις της, δίχως κομματικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις. Το μετά ΣΥΡΙΖΑ κυβερνητικό εγχείρημα δεν επιδέχεται μικροδιαχείρισης, τα προβλήματα είναι τεράστια και η μόνη διέξοδος πολιτικής επιβίωσης πολιτικών και κομμάτων είναι πλέον η επίλυσή τους.
Με ποιον; Μα με τη χώρα.
Ο Αχιλλέας Γραβάνης είναι καθηγητής Φαρμακολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης και ερευνητής ΙΜΒΒ – ΙΤΕ