Επειτα από δύο ταινίες για να βοηθήσει φίλους της στην πτυχιακή τους εργασία ήρθε η μεγάλη στιγμή: ο ρόλος της Μπιάνκα Γκονζάγκα στη σειρά «Οι Βοργίες». Η Μελία Κράιλινγκ, κατά το ήμισυ Ελληνίδα από τη μητέρα της και μεγαλωμένη στην Αθήνα, βρέθηκε στην αγκαλιά του Τζέρεμι Αϊρονς ως μία από τις ερωμένες του Πάπα Αλέξανδρου ΣΤ’. Υστερα από δύο κύκλους στην ιστορική σειρά που σκηνοθέτησε ο Νιλ Τζόρνταν, η Μπιάνκα Γκονζάγκα άλλαξε εποχή, τόπο και πορεία. Η νεαρή ηθοποιός μετακινήθηκε προς το Λος Αντζελες για ένα νέο ξεκίνημα. Εκεί όπου συμμετέχει σε τηλεοπτικές σειρές όπως το «Tyrant» και το «Salvation» (ξεκίνησε να προβάλλεται στην Αμερική τον περασμένο Ιούνιο) και ζει στον ρυθμό της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας. Και την περασμένη εβδομάδα αναχώρησε από την Αθήνα για το Σαν Φρανσίσκο, για την προβολή της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Το τελευταίο σημείωμα» στο Ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Η Μελία Κράιλινγκ ήταν η Χαρά Λιουδάκη στο ιστορικό δράμα του έλληνα σκηνοθέτη.
Η συνάντησή μας στο ηλιόλουστο New Taste του ξενοδοχείου New Hotel στη Φιλελλήνων ήταν η εξαίρεση στον κανόνα της καφεΐνης: χυμός από φρέσκα φρούτα για τη νεαρή ηθοποιό που ως κάτοικος του Λος Αντζελες ασχολείται με ακροάσεις, τάσεις, σενάρια, γυρίσματα, πολύωρες διαδρομές. Τα φώτα του Χόλιγουντ είναι αναρίθμητα, οι λεωφόροι διάπλατες και εκεί σήμερα τα αστέρια της κάθε οθόνης αναβοσβήνουν τρεμοπαίζοντας στο κυνήγι των ονείρων τους.
Η ΣΟΒΑΡΟΦΑΝΕΙΑ. «Οχι άλλος καφές και τσιγάρο, γιατί ύστερα από οκτώ ώρες ταχυπαλμία κατέληξα στο νοσοκομείο. Το τσιγάρο κάποτε το έβρισκα πολύ σέξι σε μια φωτογραφία. Να καπνίζεις και να φοράς κόκκινο κραγιόν μου φαινόταν πολύ όμορφο. Τώρα που το βλέπω δείχνει τη γυναίκα να βρίσκεται κάτω από εξάτμιση αυτοκινήτου με όλο τον καπνό γύρω από το κεφάλι της. Καθόλου σέξι αυτό. Τι είναι σήμερα σέξι; Μμμ, το κραγιόν παραμένει, αν το φορά κάποιος αυθόρμητα. Ανδρας – γυναίκα δεν με νοιάζει. Νομίζω ο αυθορμητισμός είναι σέξι, ειδικά όταν στην εποχή που όλοι έχουν πρόσβαση στην κατασκευή της εικόνας τους μέσα στα social media κάποιος καταφέρνει να μη δείχνει σοβαροφανής. Για μένα η σοβαροφάνεια είναι σαν ξαδελφάκι του ναρκισσισμού και όπου το βλέπω με εκνευρίζει».
Η φωτογραφική καταγραφή της συνάντησής μας έχει επιδράσεις από την τάση του παρόντος. Η Μελία Κράιλινγκ εξηγεί ότι μεταξύ κατοίκων του LA με λογαριασμούς στο Ιnstagram είναι διάχυτη στους πιο «προχωρημένους» η παγωμένη, ανέκφραστη, κατά μέτωπο πόζα που προέκυψε στις φωτογραφίες της ταινίας «Οικογένεια Τενενμπάουμ» του Γουές Aντερσον. «Ο μοντερνισμός του ’50 είναι μεγάλο κεφάλαιο στην αρχιτεκτονική της Καλιφόρνιας. Αναδεικνύεται μέσα στο τοπίο της ερήμου και δείχνει πόσο σημαντική είναι για την Αμερική η αίσθηση της νοσταλγίας για οτιδήποτε δείχνει παλιό και ιστορικό. Η αλήθεια είναι ότι στο Λος Αντζελες έχει σημασία η ατμόσφαιρα, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι που βρίσκονται εκεί κυνηγούν τα όνειρά τους για να πετύχουν κάτι. Είναι μια πόλη που δεν έχει θέατρο αλλά σοουμπίζ, γι’ αυτό και σπάνια κάνουν βαθυστόχαστες συζητήσεις. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι η βιομηχανία της ψυχαγωγίας επιβάλλει την ελαφρότητα, ενώ γύρω από το θέατρο υπάρχει η λογοτεχνία και η βάση μιας συζήτησης».
Τα χρόνια της Μελίας Κράιλινγκ στο Λονδίνο ήταν ένα μείγμα σπουδών σύγχρονου χορού και θεάτρου στο London School of Dramatic Art, προκειμένου να καταλάβει αν της άρεσε η σωματικότητα στο χοροθέατρο της Πίνα Μπάους και όχι η δυναμική στη μοντέρνα χορογραφία του Αλβιν Εϊλι. «Αρχικά έκανα μία παράσταση με την ομάδα Αερίτες της Πατρίσια Απέργη και στη συνέχεια με την ομάδα της Ελενας Πέγκα στους Δελφούς. Μετά πήγα στο Λονδίνο, σπούδασα τον χορό, τον κατάλαβα καλύτερα και συνέχισα με το θέατρο. Διαπίστωσα όμως ότι με συνάρπαζε η συμπύκνωση των εικόνων στα καλά βιντεοκλίπ της Μαντόνα, της Γκουέν Στεφάνι ή της Lady Gaga και έτσι βρέθηκα να έχω ατζέντη και μάνατζερ να μου κανονίζουν τα κάστινγκ κυρίως για ρόλους σε σειρές. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω δουλέψει με ανθρώπους που έχουν πόζα. Η αύρα του σταρ σίγουρα υπάρχει, αλλά δεν μου έτυχε να παίξω με δύσκολα άτομα. Σε αυτό το περιβάλλον εκείνο που κυρίως έχει σημασία είναι ο επαγγελματισμός και η συνέπεια, ώστε να τηρείται το πρόγραμμα της παραγωγής των γυρισμάτων. Συνήθως μιλάμε για μία δεκαεπτάωρη απασχόληση από την ώρα που βγαίνεις από τα σπίτι, διανύεις περίπου δύο ώρες απόσταση για να βρεθείς στον τόπο του γυρίσματος, κάθεσαι στην καρέκλα του μακιγιάζ, έχεις τέσσερις ώρες αναμονή μέχρι να έρθει η σειρά σου για να ξεκινήσουν οι σκηνές σου και μετά πάλι επιστροφή. Μέσα σε τρεις ημέρες γυρίζουμε ένα επεισόδιο που έχει δεκαπέντε διαφορετικά σημεία και άπειρες σκηνές. Επομένως όλοι πρέπει να συντονίζουν τους ρυθμούς τους με το πρόγραμμα».
Η ΣΕΙΡΑ «SALVATION». Το δικό της πρόγραμμα αυτό το διάστημα ακολουθεί την πλοκή της σειράς «Salvation», που γυρίζεται στο Βανκούβερ, στον Καναδά. Σε αυτό το γεωπολιτικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας υποδύεται την Αλίσια Βρετού, μια ελληνικής καταγωγής επιστήμονα στη νανοφυσική. Η Αλίσια εμφανίζεται πολύ συχνά να γράφει εξισώσεις υψηλών μαθηματικών στον πίνακα και να προσπαθεί να αποτρέψει τη σύγκρουση ενός γιγάντιου αστεροειδούς με τη Γη. «Είναι παραδοσιακή αμερικάνικη σειρά δράσης. Υπάρχουν όλα αυτά που το Χόλιγουντ κάνει καλά: εφέ, κυνηγητό με πράκτορες του FBI, εκπληκτικές τοποθεσίες και σκηνικά. Εχω και έναν διάσημο επιστήμονα ως σύμβουλο της εκπομπής για να μου εξηγεί τις έννοιες και τους όρους της αστροφυσικής, ώστε να μιλώ για αυτά με φυσικότητα».
Στο μεταξύ, ο ήλιος της Αθήνας ήταν ακόμη δυνατός και η Μελία Κράιλινγκ αναλογίστηκε τις πρόσφατες διακοπές της στη Μήλο, τη Σύρο και την Υδρα, τόπους καλοκαιρινών συναντήσεων με φίλους από την Ελλάδα και άλλους από το εξωτερικό τους οποίους εκείνη προσκαλεί στη χώρα της μητέρας της. Μιλάμε για τον θαυμασμό της προς τους έλληνες καλλιτέχνες που βγάζουν έναν διαφορετικό ρομαντισμό, καθώς επιλέγουν να συνεχίζουν και χωρίς αμοιβή να ασχολούνται με την τέχνη. Σε αντίθεση με την Αμερική που τώρα πια δεν μπορείς να κάνεις τέχνη χωρίς αμοιβή.
Και αυτό σε ένα Χόλιγουντ στη σκιά του #MeToo. «Δεν είναι απλά ένα κίνημα ή μία τάση να έχουμε τα δικαιώματά μας. Είναι πια ένας οργανισμός που συγκεντρώνει χρήματα για να τα δίνουν σε γυναίκες που έχουν κακοποιηθεί και οι οποίες δεν έχουν τα μέσα για να πηγαίνουν σε γιατρούς και δικηγόρους. Το #MeToo είναι κάτι πραγματικά δίκαιο, γιατί η κακοποίηση είναι συχνό φαινόμενο. Και καλά αν βρεις έναν pro bono δικηγόρο να σε αναλάβει. Αλλά αυτός πώς θα αντιμετωπίσει και χωρίς στοιχεία τις μεγάλες δίκες απέναντι σε μεγάλες φίρμες δικηγόρους που εκπροσωπούν τα στούντιο; Κανείς στο #MeToo δεν λέει ότι μια γυναίκα δεν πρέπει να κάνει σεξ για να πάρει μια δουλειά. Αρκεί να το παραδέχεται. Είναι μια τακτική που γίνεται από όλους, από γυναίκες και από άνδρες.
Πολλές φορές έχω βρεθεί σε ένα μεσημεριανό φαγητό που μου έχουν κλείσει οι ατζέντηδες για να με γνωρίσει από κοντά ένας σκηνοθέτης. Μην ξεχνάμε ότι η δουλειά μας είναι θέμα χημείας των ανθρώπων. Δεν πρόκειται να με βάλουν σε ένα γραφείο και να μη με ξαναδούν. Συνεργαζόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο και πολύ συναισθηματικά. Συνήθως πας για γεύμα εκεί όπου βρίσκεται ο σκηνοθέτης για να τον διευκολύνεις αν έρχεται από αλλού. Αν λοιπόν εκεί που τρώτε, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου σου κάνει νόημα «πάμε πάνω», οκ, αυτό δεν είναι κακοποίηση. Ωστόσο, δεν το κάνω αλλά χάνω τη δουλειά. Είναι απαράδεκτο αυτό. Δεν πρέπει να γίνεται κριτήριο το αν θα ανέβεις επάνω. Τώρα με το #MeToo γίνεται διαφορετικά. Γιατί βγαίνουμε και το λέμε: πήγα στο ραντεβού, αλλά δεν πήρα τη δουλειά επειδή δεν συνέχισα “επάνω” την κουβέντα. Δεν είναι νόμος το #MeToo, όμως τώρα μπαίνουν κάποια όρια. Οι γυναίκες έχουν υποστεί τα περισσότερα, απλά και μόνο επειδή είναι περισσότεροι οι άνδρες σε θέσεις εξουσίας. Αν ήταν και οι γυναίκες σε θέση εξουσίας, θα είχε συμβεί και αντίστροφα. Δεν λέω ότι εκείνες είναι αθώες. Να διευκρινίσω λοιπόν ότι αγωνιζόμαστε για εργασία χωρίς σεξουαλική βία, όχι εναντίον των ανδρών. Και αν η συζήτηση έχει κουράσει τον κόσμο, νομίζω ότι επειδή βρισκόμαστε στην αρχή μιας αλλαγής που βάζουμε από κοινού τα όρια, θα πρέπει να δείξουμε ανοχή. Στην Αμερική λέμε “πρέπει να βρεις τη φυλή σου”. Η οικογένειά σου βρίσκεται κάπου μακριά, συνήθως σε άλλη πολιτεία και είσαι εντελώς μόνος, χωρίς άμεση παρηγοριά από τους δικούς σου. Γι’ αυτό πρέπει να γίνονται τέτοιες συζητήσεις».