Ο τίτλος, χωρίς καμιά διάθεση οικονομίας, παραπέμπει σε μια ασάφεια, στην ασάφεια που χαρακτηρίζει την ίδια τη ζωή, όταν αναζητούμε το νόημά της ή τον δικό μας σκοπό. Εργο σπονδυλωτό, το «Αν υπάρχει δεν το ‘χω βρει ακόμα» («If There Is Ι Haven’ t Found It Yet», 2009) είναι το πρώτο θεατρικό στην καριέρα του Νικ Πέιν.
Εκανε πρεμιέρα στο θέατρο Bush του Λονδίνου και η κριτική καλωσόρισε έργο και συγγραφέα με θετικά σχόλια. Τρία χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη. Με τους «Αστερισμούς» («Constellations», 2012), που παρουσιάστηκε από το Θέατρο του Νέου Κόσμου (2013-2014) σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου με τον Μάκη Παπαδημητρίου και τη Στεφανία Γουλιώτη, ο Νικ Πέιν κέρδισε τη θέση του στη βρετανική σκηνή, αλλά και διεθνώς – οι «Αστερισμοί» παίχτηκαν στο Μπρόντγουεϊ το 2015.
Ο 34χρονος σήμερα βρετανός δημιουργός (Nick Payne, 1984), που έχει κάνει πανεπιστημιακές σπουδές και έχει θητεύσει σε σχολές δραματουργικής γραφής, συνεχίζει να κάνει με επιτυχία τη δουλειά του. Οι χαρακτήρες του, όπως λέει ο ίδιος, προσπαθούν να κάνουν αυτό που οφείλουν, αλλά κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι ταιριάζει και στις ζωές τους.
Αυτός είναι και ο κορμός του θεατρικού που επέλεξε να μεταφράσει και να σκηνοθετήσει ο Μάκης Παπαδημητρίου στη σκηνή του Βρετάνια. Μια οικογένεια, μάνα – πατέρας – κόρη και ο θείος, ο μικρότερος αδελφός του πατέρα, συνθέτουν την τετράδα των ηρώων. Ο πατέρας είναι επιστήμονας, αφοσιωμένος στη διάσωση του πλανήτη. Η αγωνία του όλη μεταφράζεται στο «ανθρακικό αποτύπωμα» που αφήνει κάθε τι στη γη. Η μητέρα, καθηγήτρια σε σχολείο, μοιάζει υποχρεωμένη να ακολουθεί έναν σύγχρονο «πράσινο» τρόπο ζωής. Η κόρη, ένα δεκαπεντάχρονο παχύσαρκο κορίτσι, ασφυκτιά στο σπίτι αλλά, κυρίως, στο σχολείο, όπου το bullying καραδοκεί σε κάθε του βήμα, κάνοντας την, συχνά, πιο επιθετική. Ο θείος, ένας νεαρός που ψάχνει, ακόμα, να βρει τον δρόμο του, εμφανίζεται έπειτα από καιρό στην οικογένεια και προσπαθεί να σώσει ό,τι σώζεται – και να σωθεί…
Με μια σκηνική λιτότητα, αποτέλεσμα της σπονδυλωτής δομής του έργου, η παράσταση ακολουθεί έναν αφαιρετικό δρόμο, στη σκηνοθεσία και τη σκηνογραφία της. Οι σκηνές εναλλάσσονται – στο αμφιθέατρο, στο σχολείο, σε ένα μουσείο, στο σπίτι ή σε κάποιο καφέ, με ένα φυτό να βρίσκεται πάντα παρόν.
Μέσα από τους διαλόγους ο Πέιν θίγει πολλά από τα σύγχρονα προβλήματα, με τον ίδιο κοφτό τρόπο: οι σχέσεις ανάμεσα στο ζευγάρι, τα αδέλφια, τους γονείς και την κόρη, τους συμμαθητές, αλλά και η απομόνωση, η κατάθλιψη, η αναζήτηση νοήματος, βρίσκονται εκεί. Χωρίς ωστόσο να ολοκληρώνονται. Ο προβληματισμός μένει συχνά μετέωρος, όπως και οι διάλογοι. Οπως μετέωρο μένει και το συναίσθημα, καθώς κόβεται με τη διαδοχή των σκηνών, αφήνοντας μια ασάφεια, όπως και ο τίτλος του θεατρικού.
Ο σκηνοθέτης τήρησε μια βρετανικού τύπου ησυχία στην παράσταση, με κινήσεις σχεδόν κομμένες με μαχαίρι, που δεν φτάνουν σχεδόν ποτέ σε υψηλούς τόνους. Κι ας πραγματεύεται το έργο δύσκολα θέματα – απόπειρα αυτοκτονίας. Η μόνη διακοπή αυτής της ησυχίας έρχεται από μια τρέχουσα, ελαφρά «βωμολοχία» και αρκετές δόσεις χιούμορ – λιγότερο ή περισσότερο αγγλικού τύπου, που προκαλούν γέλιο. Η παράσταση ρέει με τους δικούς της ρυθμούς, τους οποίους ακολουθούν με τις καλές τους ερμηνείες οι ηθοποιοί – χωρίς εξάρσεις, αλλά με συνέπεια και μετρημένες αντιδράσεις. Κι αυτές είναι που δεν αφήνουν το συναίσθημα να κάνει τη δουλειά του.
INFO:
Μετάφραση – σκηνοθεσία:Μάκης Παπαδημητρίου
Σκηνικά:Μαγδαληνή Αυγερινού
Κοστούμια:Ηλιάνα Δουλαδίρη
Μουσική:Σταύρος Γασπαράτος
Παίζουν:Μάκης Παπαδημητρίου, Μαρία Λεκάκη, Δημήτρης Πασσάς, Αγγελική Γρηγοροπούλου
Πού: Στο θέατρο Βρετάνια (Πανεπιστημίου 7, τηλ. 210-3221.579), Τετάρτη & Κυριακή στις 19.30, Πέμπτη & Παρασκευή στις 21.00, Σάββατο στις 18.00 & 21.00.
Το πρόσωπο της Τρίτης
Η στροφή του Γρηγόρη Βαλτινού
Αριστούχος του Εθνικού, ξεκίνησε την καριέρα του ως ζεν πρεμιέ και δεν άργησε να ξεχωρίσει. Ανήκει στη γενιά των ηθοποιών που γνώρισαν το θέατρο μέσα από όρους λιγότερο εγκεφαλικούς και περισσότερο της πιάτσας κι αυτήν τη διαδρομή ακολούθησε. Με τη συνδρομή και της τηλεόρασης, στις χρυσές της εποχές – ο Βαλτινός ήταν από τους βασικούς πρωταγωνιστές στις σειρές του Κώστα Κουτσομύτη –, διαμόρφωσε το δικό του θεατρικό στίγμα κι έφτιαξε κοινό. Χωρίς να μείνει εκτός του αρχαίου δράματος – μεταξύ άλλων έπαιξε «Οιδίποδα τύραννο» σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου –, η πορεία του βασίστηκε σε ένα ρεπερτόριο, όχι λιγότερο απαιτητικό, αλλά πιο ασφαλές.
Η επιτυχία που ακολούθησε τις επιλογές του μοιάζει σαν να μην του επέτρεψε να στρέψει το βλέμμα του αλλού, να ρισκάρει υποκριτικά. Θιασάρχης και ενίοτε παραγωγός, ο Βαλτινός έμαθε τη δουλειά του από μέσα και απ’ όλα τα πόστα. Κι αυτήν εξακολουθεί να κάνει. Χωρίς να λοξοδρομεί. Ισως γιατί πιστεύει ότι κάποια από τα ανεβάσματα που «δυσκολεύουν» τον θεατή δεν είναι απαραίτητα πιο σημαντικά, αλλά θέλουν να αποδείξουν τη «σοβαρότητα» των δημιουργών τους. Κι ο ίδιος δεν χρειάζεται να αποδείξει πόσο στα σοβαρά παίρνει το θέατρο.
Το φετινό του βήμα δεν διαθέτει τα γνωστά χαρακτηριστικά. Ο 63χρονος πρωταγωνιστής κάνει μια στροφή, όχι απαραίτητα αλλαγή πορείας. Αλλά πολύ συχνά μια στροφή οδηγεί σε ξέφωτο…