Στην Ελλάδα, για λόγους μείζονος ιστορικού συμβολισμού, το Σύνταγμα προσέλαβε ιστορικά οιονεί μεταφυσικές διαστάσεις, είτε ως λαϊκό αίτημα είτε ως τελευταίο καταφύγιο έναντι των αυθαιρεσιών της κρατικής εξουσίας. Αρκεί κάποιος να θυμηθεί την 3η Σεπτεμβρίου 1844, το αίτημα για συντακτική Βουλή το 1911, το σύνθημα «114» το 1965-66 και την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 με τη λογική ότι «η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη». Εντούτοις, η ιδεολογική αυτή σημασία του Συντάγματος έχει υποχωρήσει απέναντι σε πολιτικές σκοπιμότητες. Με τον τρόπο αυτό, η αναθεώρηση ανασύρεται όταν ο πολιτικός χρόνος το επιβάλλει είτε για την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας, είτε για τη συσπείρωση των κυβερνώντων, είτε για την πρόκληση τεχνητών διαχωριστικών γραμμών.
Ερμηνεύοντας, με κάποιον βαθμό υποκειμενικότητας, τις αναθεωρητικές θέσεις που έχουν εκφράσει οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου φαίνεται να υπάρχουν τρεις κατηγορίες διατάξεων. Η πρώτη κατηγορία είναι οι ώριμες διατάξεις, στις οποίες φαίνεται να υπάρχει σύγκλιση τόσο για την ανάγκη αναθεώρησης όσο και, σε γενικές γραμμές, για το περιεχόμενό της, όπως για παράδειγμα η ευθύνη των βουλευτών και των υπουργών (με την περιστολή των προνομίων), η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και ο διαχωρισμός της από τις εθνικές εκλογές, ο τρόπος επιλογής των ανώτατων δικαστών και η απεξάρτησή της από τη βούληση της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν διατάξεις στις οποίες υπάρχει σύγκλιση για την ανάγκη αναθεώρησης, αλλά διαφωνία στο περιεχόμενό της, όπως το ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον και οι αρμοδιότητες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με την κυβερνητική πλειοψηφία να εμφορείται από κρατισμό (π.χ. κρατικό μονοπώλιο ύδρευσης και υδάτων, ενόσω ήδη υπάρχει πρόβλεψη και ενωσιακή υποχρέωση για ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ) και την αντιπολίτευση να διατυπώνει περισσότερο φιλελεύθερες και καινοτόμες προτάσεις. Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν διατάξεις στις οποίες δεν υπάρχει σύγκλιση ούτε καν για να τεθούν σε αναθεώρηση από την παρούσα Βουλή, όπως το άρθρο 16 για το μονοπώλιο στην Ανώτατη Παιδεία και το άρθρο 3 για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας.
Δυστυχώς, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν φαίνεται να υφίστανται σήμερα οι πολιτικές προϋποθέσεις για μια αναθεώρηση διαβουλευτική, ορθολογική και γενναία, όπως η χώρα έχει ανάγκη. Οδεύουμε κατά τούτο σε μια αναθεώρηση που θα κινείται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή και θα αποτελέσει περισσότερο αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης παρά ουσιαστικής συζήτησης για την αναδιάταξη θεσμών που πλέον έχουν καταστεί αναχρονιστικοί. Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας θα πρέπει να παραμερίσει τις συνταγματικές πομφόλυγες περί Συντακτικής Συνέλευσης που θα καταλύσει το Σύνταγμα για να δημιουργήσει ένα νέο, περί συνταγματικού δημοψηφίσματος το οποίο συνιστά ωμή καταστρατήγηση της αναθεωρητικής διαδικασίας και περί ενός Συντάγματος της ευτυχίας που θα διασφαλίζει με τρόπο εικονικό ό,τι η πραγματικότητα έχει στερήσει στον λαό. Απαιτείται ευθυκρισία και αυτοκριτική για ένα νέο μοντέλο που θα απελευθερώνει το δυναμικό της χώρας, με διατάξεις πρακτικές και ωφέλιμες προς την κατεύθυνση της πολιτικής κανονικότητας, της ασφάλειας και σταθερότητας και της αναπτυξιακής προοπτικής. Η ευθύνη απέναντι στις επόμενες γενιές από μια αποτυχημένη αναθεωρητική πρωτοβουλία είναι μεγάλη και όλοι, πολιτικό προσωπικό και επιστημονική κοινότητα, θα κριθούμε με αυστηρότητα.