Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι βλέπουν όνειρα κοιμώμενοι. Πιστεύω όμως ότι υπάρχουν και ορισμένοι που ονειρεύονται ξύπνιοι, μεταξύ των οποίων και εγώ. Γι’ αυτά τα όνειρα θα ήθελα να μιλήσω: για τις εικόνες που δημιουργώ με τη φαντασία μου και τις οποίες νιώθω ότι θέλω να ζωγραφίσω. Ακόμη περισσότερο θέλω να μιλήσω για τα όνειρα τα οποία γεννά η ίδια η πραγματικότητα. Μπορεί κάποιος να πει ότι δεν πρόκειται για όνειρα, αλλά για καταστάσεις παραπλήσιες του οράματος. Δεν συμφωνώ. Προκρίνω περισσότερο τη λέξη όνειρο.
Υπάρχουν μέρες άγονες που κανένα τέτοιου είδους όνειρο δεν μπορώ να δω. Προετοιμάζομαι όμως γι’ αυτό. Αρκεί να είμαι εν εγρηγόρσει. Να είμαι στο καρτέρι ώστε όποια νύξη τέτοιου είδους εικόνας πέσει στην αντίληψή μου να μπορέσω να αγκιστρωθώ πάνω της. Και με έναν παράξενο τρόπο να προσδώσω σε αυτό που είναι ενώπιόν μου προσθέτοντας δικά μου στοιχεία στις μαγικές ιδιότητες ενός απόκρυφου, θαυμαστού θεάματος. Πολύ απλά μπροστά μου μπορεί να βρίσκεται μια κοπέλα που βαδίζει προς ένα ανοικτό παράθυρο και ξαφνικά ο τρόπος που δέχεται το φως ή ο συνδυασμός των χρωμάτων, των σχημάτων, των υφών που δημιουργούν τη μορφή της και το περιβάλλον να επενδύονται με κάτι το μαγευτικό, το παραμυθένιο, ώστε όταν τη βλέπω να αισθάνομαι ότι δονείται ένα φως γύρω της.
Παύει να ανήκει στο κοινότοπο και πεζό περιβάλλον που θα είχε σε μια άλλη συνθήκη. Η εικόνα μπροστά μου με αιχμαλωτίζει και βρίσκομαι με τα μάτια ανοιχτά να βλέπω ένα όνειρο. Είναι η στιγμή που μπορώ να πω ότι η κατάσταση αυτή με εμπνέει. Εμπνευση, άλλωστε, σημαίνει ότι βρίσκομαι υπό την επήρεια μιας μαγικής πνοής την οποία δημιούργησε όχι μόνο αυτό που βλέπω, αλλά κι εγώ ο ίδιος ενώπιον αυτού του φαινόμενου που είναι μπροστά μου και το οποίο για κάποιον άλλον είναι καθ’ ολοκληρία κοινότοπο. Για εμένα ειδικοί μηχανισμοί πρόσληψης και ευαισθητοποίησης έναντι του ορώμενου θεάματος δημιούργησαν κάτι το μοναδικό: το όνειρο. Και πώς θα απαλλαγώ από αυτό; Ζωγραφίζοντάς το.
Οι πιο πετυχημένοι πίνακες, κατά τη γνώμη μου, είναι παγιωμένα όνειρα. Εφόσον δεχτούμε ότι ένα έργο ζωγραφικής, μουσικής, ποίησης είναι γέννημα της φαντασίας και των ορμεμφύτων του δημιουργού του, μοιραία πρέπει να αποδεχτούμε ότι και το παγιωμένο όνειρο δεν ανήκει στον μετρήσιμο και υλικό, μεταλλασσόμενο και συνεχώς φθειρόμενο κόσμο. Προκύπτει από αυτόν, αλλά δεν ανήκει σε αυτόν.
Την πεποίθησή αυτή την απέκτησα τα τελευταία χρόνια. Παλιά είχα την ψευδαίσθηση ή τη στενοκεφαλιά, αν θέλετε, να πιστεύω ότι ζωγραφίζω αυτό που βλέπω, το οποίο είναι το ίδιο που βλέπουν και οι υπόλοιποι και τίποτα παραπάνω. Πίστευα ότι εκτελώ χρέη καταγραφέα της πραγματικότητας. Δυσκολευόμουν να δεχτώ τον ονειρικό αυτό κόσμο επειδή φοβόμουν ότι πιθανόν θα είναι υπερβαλλόντως μελοδραματικός ή θεατρικός. Φοβόμουν επίσης ότι δεν θα μπορούσα να τον διαχειριστώ. Ηταν κάτι που με υπερέβαινε. Κι έτσι ενώ προσπαθούσα να τον καταστείλω, τόσο εκείνος εμφανιζόταν πάνω στον πίνακα, σε κάθε ελαχιστομόριό του. Υπήρχε εν σπέρματι στην πρώτη πινελιά.
Ο χρόνος, τα διαβάσματα, η ωριμότητα μου έδειξαν πως όσα πίστευα ήταν ανοησίες. Δεν λειτουργώ ως μηχανή μετρήματος και υπολογισμών άνευ παρελθόντος, άνευ ψυχισμού, άνευ ασυνειδήτου, άνευ επιθυμίας, άνευ φοβιών. Είμαι όλα αυτά και δρω καθοδηγούμενος από αυτά. Δεν ζωγραφίζω με τη λογική. Βρίσκομαι υπό την επήρεια της μαγείας αυτού που βλέπω, του ονείρου για το οποίο μίλησα. Και προσπαθώ να μη θέσω κανένα εμπόδιο κατά τη μετάβαση από αυτό που βλέπουν τα μάτια μου σε αυτό που φτιάχνουν τα χέρια μου.
Διότι τελικά αυτό που δημιουργεί το ύφος του κάθε καλλιτέχνη είναι η ποιότητα των ονείρων του, καθώς βάσει αυτών φτιάχνει τα έργα του.
Ο Γιώργος Ρόρρης είναι ζωγράφος