Η κίνηση στο νεοκλασικό αρχοντικό των αρχών του 20ού αιώνα στην καρδιά της Σπάρτης δεν λέει να σταματήσει. Οι εργάτες βιαστικοί μπαινοβγαίνουν για να ολοκληρώσουν τα τελευταία μερεμέτια. Ο χρόνος πλέον πιέζει καθώς τη Δευτέρα πρέπει να είναι όλα έτοιμα ώστε να υποδεχτεί το πολύτιμο περιεχόμενό του. Κι όταν πλέον το φορτηγό ξεφορτώσει τα 82 έργα ελληνικής ζωγραφικής και γλυπτικής, θα μετατραπεί ξανά από ένα κενό κτίριο (όπως ήταν εδώ και έναν χρόνο λόγω εργασιών ανακαίνισης) στη δημοφιλή για την πόλη Κουμαντάρειο Πινακοθήκη, η οποία αποτελεί και το παλαιότερο από τα τρία παραρτήματα εκτός Αθηνών που διαθέτει η Εθνική Πινακοθήκη. «Είναι περισσότερο από μία δεκαετία που δεν υπήρχε μόνιμη έκθεση στην Κουμαντάρειο καθώς το κτίριο παρουσίαζε προβλήματα κι έτσι περιοριζόμασταν σε ορισμένες περιοδικές εκθέσεις» λέει στο «Νσυν» η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Συλλογών, Μουσειολογικού και Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού της Εθνικής Πινακοθήκης Εφη Αγαθονίκου, η οποία επιμελείται και την επανέκθεση στο παράρτημα της Σπάρτης με τη βοήθεια της τοπικής επιμελήτριας Μόνικας Διαμαντή. «Με τη νέα έκθεση της μόνιμης συλλογής ελπίζουμε ότι θα επαναδραστηριοποιηθεί ο χώρος και θα ξανακερδίσουμε το κοινό, το οποίο στο παρελθόν ανταποκρινόταν θερμά στις εκθέσεις και τα εκπαιδευτικά προγράμματα που οργανώναμε» επισημαίνει.
Πατώματα, εσωτερικές σκάλες, παράθυρα, ψευδοροφές, φωτιστικά φρεσκαρίστηκαν χάρη στην οικογένεια των δωρητών του κτιρίου, την οικογένεια Γιάννη Κουμάνταρου, που είδε το 1982 να ανοίγει η πινακοθήκη την οποία είχε ονειρευτεί ο πρόγονός της Ιωάννης να ιδρύσει στην ιδιαίτερή του πατρίδα, με τη συμβολή του αρχιτεκτονικού διδύμου το οποίο συνεργάζεται σταθερά με την Εθνική Πινακοθήκη και έχει την ευθύνη και για την επανέκθεση των μόνιμων συλλογών στο κεντρικό υπό ανακαίνιση κτίριο, του Γιώργου Παρμενίδη και της Κριστίν Λονγκεπέ.
ΕΡΓΑ ΓΛΥΠΤΙΚΗΣ. Η σημαντικότερη αλλαγή, όμως, που συντελείται είναι η ίδια η έκθεση των έργων, τα οποία, όπως εξηγεί η Εφη Αγαθονίκου, «δεν είναι δευτερεύοντα, αλλά ιδιαιτέρως σημαντικά κομμάτια των μόνιμων συλλογών της Εθνικής Πινακοθήκης». «Η μεγαλύτερη έκπληξη είναι το γεγονός ότι πλέον θα παρουσιάσουμε και σημαντικά έργα γλυπτικής» αποκαλύπτει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. Ο μαρμάρινος «Γυναικείος κορμός» (1920) του Κωνσταντίνου Δημητριάδη – το πρώτο γλυπτό με το οποίο εγκαινιάστηκε η συλλογή γλυπτικής της πινακοθήκης το 1933 και παρουσιάστηκε το 1936 στην Μπιενάλε της Βενετίας – είναι εκείνος που θα υποδέχεται τους επισκέπτες του ανακαινισμένου χώρου στη Σπάρτη. Αν και πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα, δεν θα είναι και το μοναδικό έργο τριών διαστάσεων στις πέντε αίθουσες που αποτελούν τους κυρίως εκθεσιακούς χώρους του πρώτου ορόφου και είναι βαμμένες σε τόνους του λευκού.
Πλάι στους πίνακες των Πίτζε, Γύζη, Λύτρα, Βρυζάκη, Παρθένη, Μαλέα, Παπαλουκά, Βασιλείου, Μπουζιάνη, Θεόφιλου, Κόντογλου, Σπυρόπουλου, Γουναρόπουλου, Στέρη, Τσαρούχη, Στάμου, Νικολάου, Μόραλη, Γαΐτη, Δανιήλ, Τέτση, Μυταρά και Φασιανού μεταξύ άλλων θα υπάρχουν και γλυπτικές δημιουργίες των Χαλεπά, Δρόση, Θωμόπουλου, Τόμπρου, Απάρτη, Απέργη, Καπράλου. «Μια δεύτερη διαφορά ανάμεσα στην προηγούμενη μόνιμη έκθεση και στην καινούργια είναι ότι ενώ παλαιότερα δίναμε έμφαση στον διάλογο τέχνης και κοινωνίας, στην τωρινή η Εφη Αγαθονίκου έχει επιλέξει διαφορετικά έργα με άξονα τη θεματική παρουσίαση βάσει της ιστορικής εξέλιξης της ελληνικής τέχνης, διότι στόχος των περιφερειακών μουσείων μας είναι να λειτουργούν ως παιδαγωγικά εργαλεία που θα επιτρέπουν στο κοινό να μυηθεί στην τέχνη» προσθέτει η Λαμπράκη – Πλάκα.
Οσο για το ισόγειο, που θα λειτουργεί ως χώρος περιοδικών εκθέσεων, αρχικά θα παρουσιαστούν δεκατέσσερις ελαιογραφίες δυτικοευρωπαίων ζωγράφων από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ού, οι οποίες αποτελούν δωρεά του Ιωάννη Κουμάνταρου. «Είναι έργα που δίνουν στον επισκέπτη την ευκαιρία να διαπιστώσει πώς ήταν η τέχνη την περίοδο εκείνη στην Ευρώπη και να κάνει τις συγκρίσεις με την ελληνική που εκτίθεται στον επάνω όροφο. Παράλληλα με την παρουσίαση της συλλογής, η οποία έχει και στο παρελθόν εκτεθεί, τιμούμε τον δωρητή» καταλήγει η Αγαθονίκου.