Τις επόμενες εβδομάδες, εκτός απροόπτου, θα ενεργοποιηθεί η κοινοβουλευτική διαδικασία για να διαπιστωθεί η ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος και να προσδιοριστούν οι αναθεωρητέες διατάξεις. Με αυτή την προοπτική, καταθέτουμε τρεις επισημάνσεις με κοινό άξονα τον σεβασμό των συνταγματικών θεσμών:
Πρώτον, εάν διαπιστωθεί, με πλειοψηφία 151 βουλευτών, η ανάγκη αναθεώρησης, η επόμενη Βουλή θα φέρει το βάρος να αναζητήσει αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών ως προς το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων. Προς αποτροπή βιαστικών τοποθετήσεων, επισημαίνουμε: ο πρόεδρος της νέας Βουλής είναι υποχρεωμένος να συστήσει κοινοβουλευτική επιτροπή για την επεξεργασία των αναθεωρητέων διατάξεων. Και η Βουλή φέρει συνταγματική υποχρέωση να τοποθετηθεί επ’ αυτών. Εάν λοιπόν με την ψήφο της αρνηθεί να αξιοποιήσει την όποια μεταρρυθμιστική ευκαιρία, θα πρέπει να δώσει στους πολίτες επαρκή λόγο.
Δεύτερον, έχει διαμορφωθεί συναίνεση στον δημόσιο λόγο για την ανάγκη αναθεώρησης ορισμένων διατάξεων σε θεσμικά ζητήματα. Για παράδειγμα, θα είναι δείγμα αφροσύνης να συνεχίσει να διαλύεται η Βουλή λόγω αδυναμίας εκλογής προέδρου. Οι πλειοψηφίες οφείλουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και να μην τις μεταθέτουν πρόωρα σε άλλους. Και οι αντιπολιτεύσεις να πειθαρχούν την επιθυμία για άμεση κατάληψη της εξουσίας. Δυστυχώς, μόνο συνταγματικοί κανόνες μπορούν να οριοθετήσουν αμφότερες.
Και εδώ όμως οι τροποποιήσεις πρέπει να σεβαστούν βασικά χαρακτηριστικά της συνταγματικής τάξης: ωριμότητα, διάρκεια, συναίνεση. Να πολλαπλασιάσουμε τις εκλογικές αναμετρήσεις εντάσσοντας το πρόσωπο του προέδρου σε διχαστικό εκλογικό παιχνίδι δεν είναι διέξοδος. Μπορούμε να σκεφτούμε πιο ώριμα, προβλέποντας κατ’ αρχάς την παράταση της θητείας του απερχόμενου προέδρου για μέσο διάστημα (π.χ. έως τις επόμενες βουλευτικές εκλογές με μέγιστο όριο το ένα έτος).
Αντίστοιχα, λελογισμένη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του προέδρου είναι επιθυμητή. Οχι για να καταστεί μέρος του πολιτικού παιγνίου. Αλλά για να εγγυάται την ανεξαρτησία των θεσμών και, οριακά, να θέτει το πολιτικό σύστημα ενώπιον των ευθυνών του. Τέτοια αρμοδιότητα μπορεί να είναι η επιλογή των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων (οι αντιπρόεδροι μπορούν να επιλέγονται από τις οικείες ολομέλειες).
Τρίτον, υπάρχουν διατάξεις που αφορούν στο περιεχόμενο της δημόσιας πολιτικής. Ζητούμενο είναι πώς θα απεγκλωβίσουμε τη δημιουργικότητα της κοινωνίας από τις σισύφειες προοπτικές που της επιφυλάσσει ένα αμεταρρύθμιστο κράτος. Προς τούτο όμως απαιτείται συναίνεση. Δεν είναι ρόλος του Συντάγματος να κατοχυρώνει ιδεολογικές νίκες.
Ας λάβουμε ως παράδειγμα το άρθρο 16. Οι διατάξεις του για την ανώτατη εκπαίδευση κρίνονται από πολλούς αναχρονιστικές. Το ίδιο συμβαίνει, για πολλούς άλλους, σχετικά με τη διάταξη για τον ρόλο της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης και την ερμηνεία που έχουν δώσει τα δικαστήρια. Είναι τέτοια η απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές, ώστε πολλοί ένθεν κακείθεν θα προτιμούσαν να μην αλλάξει τίποτε.
Η ώριμη αντιμετώπιση προκρίνει τη σύγκλιση σε μετριοπαθείς οδούς: το άνοιγμα σε μη κρατικές πανεπιστημιακές δομές να συνοδευθεί με αποκλεισμό του κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Η βασική εκπαίδευση έχει ως πρωταρχικό (και όχι συντρέχοντα) ρόλο να μας καθιστά ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, σε αυτό το πλαίσιο, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον πολιτισμικό περίγυρο και την επικρατούσα στην Ελλάδα θρησκεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γιατί ο μαξιμαλισμός σε ένα κείμενο που έχει ως αποστολή να αποτελέσει τη βάση της πολιτικής ενότητας ελεύθερων και ίσων πολιτών;
Η αναθεωρητική διαδικασία παρέχει ευκαιρίες, θέτει όμως και ευθύνες.
Ο Νίκος Παπασπύρου, διδάκτωρ Νομικών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, είναι επίκουρος καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ