Πόσος καιρός πάει από τότε που άνοιξαν τα σχολεία; Αν δεν μού έκανε κουβέντα μια φίλη μου εκπαιδευτικός, καθηγήτρια Γαλλικών για την ακρίβεια, δεν θα φανταζόμουν ποτέ τι μπορεί να συμβαίνει σε μια τάξη σχολείου. Εχω υπάρξει κι εγώ «γαλλικού» και ξέρω τη γλύκα αλλά οι ξένες γλώσσες ήταν τότε εντελώς της πλάκας μέσα στο ημερήσιο πρόγραμμα επειδή οι ελληνόπαιδες της εποχής νόμιζαν, με τα σωστά τους, ότι τα ελληνικά μιλιούνται σ’ ολόκληρο τον πλανήτη οπότε τι χρείαν έχομεν διδασκάλων; Σωστά. Η ειδικότητα έχει βέβαια αναβαπτιστεί, κι εκεί που κάποτε ήταν του κλώτσου και του μπάτσου σε γυμνάσια και λύκεια, σήμερα διδάσκεται από το δημοτικό αλλά σαν γλώσσα επιλογής. Εσείς τι θα πάρετε; Γαλλικά ή Γερμανικά; Καφέ ή τσάι; Πάει καλά. Και με υποχρεωτική ξένη γλώσσα τα αγγλικά, πάει ακόμα καλύτερα.
Κανονικά, πάνω από τα δημόσια σχολεία μας, θα ‘πρεπε αυτή τη στιγμή να έχουν ανάψει φλογίτσες της Πεντηκοστής, δεν συμβαίνει όμως ακριβώς έτσι. Γιατί μέσα στις τάξεις του δημοτικού δεν είναι μόνον παιδάκια που σπίτι μιλάνε ελληνικά ή αλβανικά. Εχει και πολωνεζάκια, και αιγυπτιάκια, και συριάκια που στη βαθιά παράδοση των χωρών τους τα γαλλικά συνεχίζουν να θεωρούνται διεθνής γλώσσα, ένας θεός ξέρει γιατί. Και η φίλη μου είναι χαρούμενη, γιατί τα παιδιά, όλα τα παιδιά, είναι χαρούμενα την ώρα των Γαλλικών. Γιατί είναι χαρούμενα; Ε ας ρωτήσουμε επιτέλους τον Θεό να μας πει, αφού τον έχουμε σε απευθείας σύνδεση. Ο Πανάγαθος επιφυλάσσεται. Δεν του παίρνεις λέξη. Ετσι είναι οι θεοί. Λιγομίλητοι. Για να μπορεί ο καθένας να τους βάζει στο στόμα τις δικές του λέξεις. Και για να το κάνω ακόμα πιο βλάσφημο, πιστεύω ακράδαντα ότι ο θεός αυτών των παιδιών μιλάει γαλλικά. Absolument! Να σας εξηγήσω γιατί. Γιατί έξω, στο δρόμο, στη γειτονιά, στο σχολείο, στο διάλειμμα, στην τηλεόραση, μιλιούνται μόνον ελληνικά και το ξένο παιδάκι γίνεται δυο φορές ξένο. Αν βάλεις και τα φορσέ αγγλικά, τη γλώσσα των πορτοκαλί φουσκωτών του Βέι Βέι, των στρατοπέδων της Μόριας, της προσφυγιάς και της υπαίθριας διαβίωσης εν γένει, τότε ο ξένος δεν είναι μόνον ξένος αλλά και αλλοτριωμένος αποπάνω. Συγχωρήστε με για τη βαρύγδουπη λέξη αλλά αυτή είναι η κατάσταση. Βαριά.
Κι έρχεται ξαφνικά μια τριτοτέταρτη γλώσσα, άχρηστη εν πολλοίς στον υπόλοιπο πλανήτη, να πετάξει από την πλάτη του παιδιού το άχρηστο φορτίο της ταυτότητας. Να του πει, είμαστε πολλοί σ’ αυτόν τον κόσμο και ορισμένοι λένε το ρο «γο», αλλά αυτό μόνον εσύ θα το ξέρεις προς το παρόν, ούτε η τηλεόραση, ούτε οι ΜΚΟ, ούτε οι δημοσιογράφοι με το μικρόφωνο που σου μιλάνε σε στάση «βαθύ κάθισμα». Εσύ και οι συμμαθητές σου: έλληνες, αλβανοί, πολωνοί, αιγύπτιοι, σύριοι, όπως τους είπαμε παραπάνω. Κι αυτή η μη γλώσσα θα σας ενώνει, θα σας ελευθερώνει, θα είναι το παιχνίδι που όσοι το παίζουν είναι ίσοι απέναντι στους κανόνες του.
Και η μητρική γλώσσα; Τους μάθαινα, μου λέει η φίλη μου, τις μέρες της εβδομάδας: lundi, mardi, mercredi και πάει λέγοντας. Και σηκώνεται ένα πολωνεζάκι και μου λέει. Να τις γράψω στον πίνακα και στα πολωνικά κυρία;
Και τις έγραψε;
Ναι, τις έγραψε.
Δείξε μου, της είπα. Κι ήταν σα να φίλησα την κιμωλία.